Το ασφαλιστικό σύστημα, οι παροχές του και κυρίως η ενίσχυση των πιο ευάλωτων συνταξιούχων είναι θέματα που εξακολουθεί να παραμένουν κατακερματισμένα στην Ευρώπη και τις χώρες του ΟΟΣΑ, καθώς κάθε κράτος βρίσκει έναν διαφορετικό τρόπο για να καλύψει τις ανάγκες των πολιτών, πάντα σε συνάρτηση με την εικόνα των δημοσιονομικών του.
Κύριος στόχος των συστημάτων, όπως γράφει ο Κωνσταντίνος Δαυλός στην εφημερίδα «Political», είναι να αποτρέψουν τη μόνιμη φτώχεια και για αυτό πολλές χώρες καταφεύγουν σε ένα συνδυαστικό καθεστώς απόδοσης επιδομάτων, ενώ υπάρχουν και κάποιες χώρες που αποδίδουν 13η σύνταξη. Μία εξ αυτών είναι η Ελβετία, η οποία όμως για να χρηματοδοτήσει τη 13η σύνταξη αύξησε τον ΦΠΑ. Επίσης, μία επιπλέον σύνταξη δίνει και η Σλοβακία, ενώ πολλές χώρες δίνουν πολλών ειδών επιδόματα. Για παράδειγμα, η Νορβηγία δίνει επίδομα στους άγαμους συνταξιούχους. Το Βέλγιο έχει εισαγάγει μια εθνική σύνταξη που λαμβάνουν όσοι έχουν 5.000 ένσημα, ενώ η Αυστραλία (μία από τις μεγάλες οικονομίες του ΟΟΣΑ) καταβάλλει στους συνταξιούχους επίδομα στέγασης.
Επαναφορά ή όχι της 13ης;
Στην Ελλάδα η συζήτηση για την επαναφορά της 13ης σύνταξης έχει κλείσει από την κυβέρνηση πολλές φορές, παρ’ όλα αυτά όμως παραμένει ως αίτημα των συνδικαλιστικών φορέων. Το υπουργείο Οικονομικών έχει τονίσει ότι η 13η σύνταξη (και μαζί της και ο 13ος μισθός των δημόσιων υπαλλήλων) που καταργήθηκε το 2019 είναι αδύνατον να επανέλθει καθώς θα στερήσει πόρους από άλλου είδους πολιτικές στήριξης άλλων κοινωνικών ομάδων.
Μιλώντας αποκλειστικά στην «P» και τον Κωνσταντίνο Δαυλό, ο εκπρόσωπος Τύπου του ΥΠΟΙΚ Όμηρος Τσάπαλος τόνισε ότι «οι συνταξιούχοι βρίσκονται πάντα στο επίκεντρο των πολιτικών της κυβέρνησης κάθε φορά που προκύπτει το δημοσιονομικό περιθώριο για ενίσχυση του εισοδήματός τους», υπενθυμίζοντας ότι τα επιδόματα και οι φορολογικές βελτιώσεις που έχουν αποδοθεί σωρευτικά τα τρία τελευταία χρόνια ξεπερνούν τα εισοδήματα ενός μήνα και άρα στην ουσία -με μια διαφορετική μορφή- η 13η σύνταξη έχει αποδοθεί. Επιπλέον, τόνισε ότι «σε λίγες μέρες από σήμερα οι συνταξιούχοι θα λάβουν εκ νέου αύξηση συντάξεων της τάξεως του 2,4%. Επίσης, με απόφαση του πρωθυπουργού μειώνεται κατά 50% το 2026 και καταργείται σε 12 μήνες η περίφημη προσωπική διαφορά που βασάνιζε εκατοντάδες χιλιάδες συνταξιούχους που θα βλέπουν και αυτοί πλέον μόνιμες αυξήσεις. Παράλληλα, θεσμοθετήθηκε η μόνιμη καταβολή 250 ευρώ για πάνω από 1 εκατομμύριο χαμηλοσυνταξιούχους».
Ολοκληρώνοντας τη δήλωσή του προς την «P», ο κ. Τσάπαλος άφησε ανοιχτό το παράθυρο για νέα αύξηση των 250 ευρώ, λέγοντας «είμαστε εδώ προκειμένου το 2026 να βρούμε και νέους τρόπους ενίσχυσης των εισοδημάτων τους». Πληροφορίες θέλουν το ποσό που θα λάβουν οι συνταξιούχοι το 2026 να αυξηθεί στα 350 ευρώ, προσομοιάζοντας όλο και περισσότερο το επίδομα αυτό στη 13η σύνταξη, παρά το γεγονός ότι προφανώς δεν είναι το ίδιο πράγμα.
Το εισόδημα των νοικοκυριών
Όπως παραδέχεται ο εκπρόσωπος του υπουργείου Οικονομικών, «η κυβέρνηση δεν θεωρεί ότι με τις πολιτικές της έχει λύσει τα προβλήματα των συνταξιούχων» ή και των νοικοκυριών εν γένει. Άλλωστε, οι συνταξιούχοι που βρίσκονται αντιμέτωποι με το φάσμα της φτώχειας -δηλαδή έχουν εισόδημα μεταξύ 400 και 500 ευρώ τον μήνα- είναι το 10% στη χώρα μας, όταν ο μέσος όρος των χωρών του ΟΟΣΑ είναι 13%. Στις πιο μεγάλες ηλικίες -από 66 έως 75 ετών- το ποσοστό αυτό στην Ελλάδα είναι στο 12%, ενώ στον ΟΟΣΑ είναι στο 17,5%.
Την ίδια στιγμή πάντως, σύμφωνα με ανακοινώσεις της ΕΛΣΤΑΤ για το β’ τρίμηνο του έτους, τα έσοδα των ελληνικών νοικοκυριών στο σύνολό τους εμφανίζονται αισθητά αυξημένα με 8,1%. Σε απόλυτους αριθμούς αυτό σημαίνει ότι το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών έφτασε φέτος στα 41,93 δισ. ευρώ, από 38,77 που ήταν στο β’ τρίμηνο του 2024. Παράλληλα, κατά το ίδιο διάστημα η τελική καταναλωτική δαπάνη των νοικοκυριών και των μη κερδοσκοπικών ιδρυμάτων που εξυπηρετούν νοικοκυριά αυξήθηκε κατά 5% μέσα σε έναν χρόνο και έφτασε στα 43,2 δισ. ευρώ από 41 δισ. πέρυσι. Τέλος, και το ποσοστό αποταμίευσης εμφάνισε συγκράτηση στη μείωση και διαμορφώθηκε στο -3% από το -6,1% που ήταν στο β’ τρίμηνο του 2024.












