Για δεκαετίες, οι ελληνορωσικές σχέσεις είχαν έντονο συναισθηματικό και ιστορικό φορτίο: η κοινή ορθοδοξία, η παραδοσιακή ρητορική περί «ομόδοξων λαών», η εικόνα μιας «ειδικής σχέσης» που συχνά εργαλειοποιήθηκε στο εσωτερικό.
του Χρήστου Μυτιλινιού
Ο πόλεμος στην Ουκρανία και η επιλογή της Μόσχας να αμφισβητήσει ανοιχτά την κυριαρχία ενός ανεξάρτητου κράτους, έχουν αλλάξει οριστικά αυτό το τοπίο.
Η Ελλάδα, ως μέλος της ΕΕ και του ΝΑΤΟ, έχει ευθυγραμμιστεί πλήρως με τις κυρώσεις, έχει σταθεί ξεκάθαρα στο πλευρό του αμυνόμενου και πλέον προχωρά σε στρατηγικές συμφωνίες με το Κίεβο, που αγγίζουν την ενέργεια, την ασφάλεια και την ανοικοδόμηση. Οι πρόσφατες δηλώσεις της Μαρίας Ζαχάροβα και η άμεση απάντηση της Αθήνας ανέδειξαν ότι οι ελληνορωσικές σχέσεις έχουν περάσει σε μια νέα φάση: η Ελλάδα δεν ζητά ούτε δίνει «άδειες»· κινείται ως κράτος που ξέρει πού ανήκει και τι εξυπηρετεί το συμφέρον του.
Από τις «αδελφικές σχέσεις» στη στρατηγική απόσταση
Το πιο καθαρό μήνυμα της ελληνικής πλευράς προς τη Μόσχα ήταν και το πιο απλό: «Προφανώς δεν θα πάρουμε την άδειά της». Με αυτόν τον τρόπο, η κυβέρνηση απάντησε στις απειλητικές νουθεσίες της Ρωσίας για τη συμφωνία Ελλάδας–Ουκρανίας, ξεκαθαρίζοντας ότι η χώρα είναι κυρίαρχο κράτος, που συνάπτει διμερείς συμφωνίες με όποιον θεωρεί ότι υπηρετεί το εθνικό της συμφέρον.
Παράλληλα, οι διπλωματικές πηγές υπογράμμισαν ότι η Ελλάδα ενεργεί πάντα με γνώμονα το διεθνές δίκαιο και τον σεβασμό των κρατών, και ότι είναι αυτονόητο δικαίωμα κάθε χώρας να συνάπτει συμφωνίες – ιδίως όταν αυτές διασφαλίζουν την ενεργειακή επάρκεια και την ασφάλεια. Οι απειλές κατά κυρίαρχων κρατών, όπως σημείωσαν, απορρίπτονται αυτοδικαίως.
Σε αυτό το πλαίσιο, το παλιό αφήγημα για «ειδικές σχέσεις» με τη Ρωσία υποχωρεί. Δεν καταργείται η ιστορική μνήμη ούτε οι πολιτιστικοί δεσμοί, αλλά πλέον δεν μπορούν να υπερισχύουν έναντι της θεσμικής θέσης της Ελλάδας στην ευρωατλαντική αρχιτεκτονική. Η Αθήνα δείχνει ότι δεν θα συμβιβαστεί σε θέματα κυριαρχίας, ενεργειακής ασφάλειας και διεθνούς νομιμότητας, για να διατηρήσει μια εικόνα ψευδο-ουδετερότητας.
Η συμφωνία με την Ουκρανία και το αμερικανικό LNG
Κεντρικό σημείο της νέας φάσης είναι η συμφωνία Ελλάδας–Ουκρανίας, στο επίκεντρο της οποίας βρίσκεται η ενεργειακή διάσταση. Η Ελλάδα αναλαμβάνει ρόλο ενεργειακού κόμβου, μέσω του οποίου θα διοχετεύεται αμερικανικό LNG προς την Ουκρανία, αξιοποιώντας τις υποδομές της και τον κάθετο ενεργειακό διάδρομο προς τα Βαλκάνια και την Κεντρική Ευρώπη.
Με αυτή την κίνηση, η Αθήνα στέλνει πολλαπλά μηνύματα:
• Στην Ουκρανία, ότι θα συμβάλει έμπρακτα στην προσπάθεια ενεργειακής επιβίωσης και ανοικοδόμησης.
• Στις ΗΠΑ, ότι η στρατηγική συνεργασία δεν είναι απλώς λόγια, αλλά παίρνει τη μορφή συγκεκριμένων projects, με ελληνικά λιμάνια και υποδομές στο επίκεντρο.
• Στη Ρωσία, ότι η εποχή όπου ελληνικά λιμάνια και δίκτυα θεωρούνταν ουδέτερη ζώνη τελείωσε. Η Ελλάδα συνδέει τις επιλογές της με τη συλλογική ευρωπαϊκή ασφάλεια.
Την ίδια στιγμή, ο Κυριάκος Μητσοτάκης, μιλώντας στο εξωτερικό, αναδεικνύει την Ελλάδα ως χώρα που «δεν ήταν καν στον ενεργειακό χάρτη πριν λίγα χρόνια» και σήμερα γίνεται πύλη εισόδου για το LNG και κόμβος για την τροφοδοσία της Ευρώπης. Αυτή η ανάγνωση δεν είναι άσχετη με τις ελληνορωσικές σχέσεις: όσο η Ευρώπη απεξαρτάται από το ρωσικό αέριο, τόσο η Ελλάδα κερδίζει ρόλο, επιλέγοντας ξεκάθαρα στρατόπεδο.
Διεθνές δίκαιο, κυριαρχία και οι επόμενες ισορροπίες
Η Αθήνα επενδύει συστηματικά στο τρίπτυχο διεθνές δίκαιο – κυριαρχία – συλλογική ασφάλεια. Η στάση της στο ουκρανικό και στις ελληνορωσικές σχέσεις δεν διαφέρει, στην ουσία, από τη γραμμή που προβάλλει στα δικά της εθνικά ζητήματα. Η Ελλάδα δεν μπορεί να δεχθεί ως «κανονικότητα» την παραβίαση συνόρων, την αλλοίωση διεθνών συνθηκών ή την ένοπλη αναθεώρηση της πραγματικότητας – γιατί ακριβώς τα ίδια επιχειρήματα θα μπορούσαν να στραφούν εναντίον της στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο.
Γι’ αυτό και η κυβέρνηση επιμένει ότι η συμφωνία με την Ουκρανία, όπως και η συζήτηση για τη χρήση των «παγωμένων» ρωσικών περιουσιακών στοιχείων για τη στήριξη του Κιέβου, είναι κομμάτι μιας συνεκτικής γραμμής: χώρες που παραβιάζουν κατάφωρα τη διεθνή νομιμότητα δεν μπορούν να απολαμβάνουν προνόμια σαν να μη συμβαίνει τίποτα. Αντίθετα, πρέπει να αντιμετωπίζουν συνέπειες, οικονομικές και πολιτικές.
Αυτό δεν σημαίνει ότι η Ελλάδα επιδιώκει ένα καθεστώς μόνιμης αντιπαλότητας με τη Ρωσία. Υπάρχει σαφής αναγνώριση ότι, στο μέλλον, όταν υπάρξουν οι προϋποθέσεις, οι δίαυλοι θα πρέπει να ξανανοίξουν. Ωστόσο, το μήνυμα είναι ότι δεν μπορεί να υπάρξει επιστροφή σε μια «ρομαντική» περίοδο, όπου οι ελληνορωσικές σχέσεις αντιμετωπίζονταν ως κάτι σχεδόν υπεράνω διεθνούς δικαίου και συμμαχικών υποχρεώσεων.
Η νέα φάση στη σχέση Αθήνας–Μόσχας δομείται πάνω σε μια απλή, αλλά καθοριστική παραδοχή: η Ελλάδα είναι ευρωπαϊκή και δυτική χώρα, που στέκεται στο πλευρό του αμυνόμενου, της Ουκρανίας, της Ευρώπης και του ΝΑΤΟ. Όποιος ενοχλείται από αυτή την επιλογή, το κάνει επειδή έχει αντίρρηση με τις ίδιες τις αξίες και τις συμμαχίες που διαμόρφωσαν τη θέση της Ελλάδας στον κόσμο.
Οι δηλώσεις Ζαχάροβα και η ψύχραιμη, αλλά απόλυτη, ελληνική απάντηση δείχνουν ότι η Αθήνα δεν φοβάται πλέον να το πει καθαρά. Και όσο η χώρα αναβαθμίζεται ενεργειακά, οικονομικά και γεωπολιτικά, τόσο πιο δύσκολο θα είναι να αντιμετωπίζεται ως «μικρός παίκτης» που παίρνει γραμμή από τρίτους. Οι ελληνορωσικές σχέσεις θα συνεχίσουν να υπάρχουν – αλλά με όρους που ορίζονται πλέον από την ελληνική στρατηγική και όχι από τις ρωσικές προσδοκίες.












