Η δημόσια συζήτηση γύρω από την πιθανή αύξηση του εκλογικού κατωφλίου εισόδου στη Βουλή από το 3% στο 5% έχει ανοίξει έντονα το τελευταίο διάστημα, φέρνοντας στο προσκήνιο παλαιότερα διλήμματα για την ισορροπία μεταξύ κυβερνησιμότητας και αντιπροσωπευτικότητας. Οι υπέρμαχοι της παραπάνω πρωτοβουλίας θεωρούν ότι αυτή αποτελεί αναγκαίο μέτρο για την προστασία του κοινοβουλευτισμού από «μονοπρόσωπα» και «ευκαιριακά» κόμματα, τα οποία -όπως υποστηρίζουν- αποδυναμώνουν τη σταθερότητα του πολιτικού συστήματος.
Από την άλλη πλευρά, η αντιπολίτευση -υπό τον φόβο της περαιτέρω συρρίκνωσης των κοινοβουλευτικών ομάδων και του ορατού κινδύνου κόμματα όπως ο ΣΥΡΙΖΑ να μείνουν εκτός- καταγγέλλει ότι το μέτρο δεν υπηρετεί καμία θεσμική σκοπιμότητα, αλλά υπαγορεύεται από τα χαμηλότερα ποσοστά του κυβερνώντος κόμματος στις τελευταίες μετρήσεις. Όπως σημειώνουν, η αύξηση του ορίου λειτουργεί ως «κόφτης» στη φωνή μειοψηφικών κοινωνικών ρευμάτων και στην ουσία συρρικνώνει τη δημοκρατική εκπροσώπηση.
Η ιστορία του εκλογικού κατωφλίου στην Ελλάδα δείχνει ότι πρόκειται για εργαλείο με έντονο πολιτικό αποτύπωμα. Το όριο του 3% υιοθετήθηκε το 1993 με το πρόσχημα της μη αυτόνομης εκλογής μουσουλμάνων βουλευτών. Στην πράξη όμως συνέβαλε στην ενίσχυση του πρώτου κόμματος μέσω της «χαμένης ψήφου» και περιόρισε τον κατακερματισμό του κομματικού συστήματος.
Ωστόσο η ίδια λογική οδήγησε το 2012 -ας σημειωθεί ότι βρισκόμασταν σε μια περίοδο έντονης κρίσης, με τη χώρα να έχει εισέλθει στα μνημόνια και να αφήνει πίσω τις «χρυσές εποχές»- σε σοβαρό έλλειμμα εκπροσώπησης, καθώς περίπου το 19% όσων ψήφισαν έμειναν εκτός Βουλής, στηρίζοντας κόμματα που δεν πέρασαν το κατώφλι.
Η συζήτηση για το 5% γίνεται σε μια περίοδο έντονης πολιτικής κρίσης και κοινωνικής δυσπιστίας, με τα ποσοστά του κυβερνώντος κόμματος να είναι εμφανώς χαμηλά, ενώ τα κόμματα της αντιπολίτευσης δεν δείχνουν ικανά να σηκώσουν κεφάλι.
Υποστηρικτές του μέτρου τονίζουν ότι η Ελλάδα χρειάζεται σταθερές κυβερνήσεις με καθαρούς συσχετισμούς, ιδίως σε μια εποχή γεωπολιτικής αβεβαιότητας και κοινωνικών αναταράξεων. Επικαλούνται μάλιστα το παράδειγμα άλλων ευρωπαϊκών χωρών -όπως η Γερμανία με το 5%-, όπου το υψηλότερο κατώφλι θεωρείται ασπίδα απέναντι στον κατακερματισμό.
Αντίθετα, οι πολέμιοι της ρύθμισης προειδοποιούν για τον κίνδυνο περαιτέρω αποξένωσης των πολιτών από τη διαδικασία. Η «χαμένη ψήφος» ενδέχεται να οδηγήσει σε ακόμη μεγαλύτερη αποχή, τροφοδοτώντας τον φαύλο κύκλο κρίσης αντιπροσώπευσης. Σημειώνουν επίσης ότι τα δημοκρατικά ελλείμματα δεν διορθώνονται με τεχνικά εργαλεία, αλλά με πολιτικές που μειώνουν τις κοινωνικές ανισότητες και ενισχύουν τη συμμετοχή.
Εντέλει, το διακύβευμα δεν είναι μόνο αριθμητικό. Η συζήτηση για το εκλογικό κατώφλι αγγίζει την ουσία της δημοκρατίας αλλά και εκείνη της σταθερότητας, της ασφάλειας και της θέσης της χώρας στο διεθνές στερέωμα. Επομένως, η οποιαδήποτε συζήτηση για την αύξηση του εκλογικού ορίου -ίσως- γίνεται κακώς και από τις δύο πλευρές. Διότι, αν τα πράγματα πήγαιναν καλά, το ζήτημα αυτό δεν θα βρισκόταν καν στην επικαιρότητα. Μήπως ήρθε η ώρα για δουλειά που θα αποφέρει απτά αποτελέσματα και ο πολίτης θα μπορεί να τα διακρίνει;
Γράφει ο Στρατής Κοκκινέλλης, δημοσιογράφος-φιλόλογος











