Η Ευσταθία Τσαπαρέλη επιστρέφει στη σκηνή με μια ερμηνεία που δεν φωτίζει απλώς το ρόλο της – τον μεταμορφώνει σε ύμνο για τη ζωή, τη σιωπή και την ανθρώπινη αξιοπρέπεια.
Με βαθιά αφοσίωση και σεβασμό, αγκάλιασε έναν από τους πιο απαιτητικούς γυναικείους χαρακτήρες του σύγχρονου θεάτρου στην παράσταση «Τα παιδιά ενός κατώτερου Θεού» στη σκηνή του «Αλφα» μαθαίνοντας τη νοηματική για να νιώσει τον κόσμο των κωφών, να τον αφουγκραστεί, να τον υπηρετήσει.
Μέσα από την ηρωίδα της ξαναείδε τον τρόπο με τον οποίο η κοινωνία αντιμετωπίζει όσους δεν χωρούν στα στερεότυπα — και ύψωσε μια σιωπηλή αλλά δυνατή φωνή υπέρ της ορατότητας και της αποδοχής.
Πως προετοιμαστήκατε για έναν τόσο απαιτητικό ρόλο;
Ξεκίνησα μαθήματα μέσα Μαΐου με τις δασκάλες νοηματικής, Άννα Λιάκου και Αρτεμισία Παντελάκη. Στόχος ήταν να καταφέρουμε να μπω στον κόσμο των κωφών και να εκφράζομαι σαν κωφή. Από την αρχή προσέγγισα το εγχείρημα με την ταπεινότητα, το δέος και το σεβασμό του μαθητή. Οι συνεχείς επαναλήψεις του κειμένου με έφερναν ερήμην μου όλο και πιο κοντά στον χαρακτήρα και στην πορεία του. Η παραστατικότητα της γλώσσας και η θεατρικότητά της, με οδηγούσαν μοιραία σε μια πρώτη ερμηνεία.

Υποδύεστε μια ηρωίδα που έχει επιλέξει να αποκοπεί από τον κόσμο των ακουόντων. Είδατε διαφορετικά τη μοναξιά και την ανάγκη για ανθρώπινη σύνδεση;
Με έκανε να δω τη μοναχικότητα ως επιβιωτικό μηχανισμό και τρόπο διατήρησης της ταυτότητας του εαυτού. Σε έναν κόσμο που στην καλύτερη σε οικτίρουν και στην χειρότερη σε κακοποιούν, προκείμενου να διασώσεις την ταυτότητα σου κόβεις την επαφή. Με αφορμή την ηρωίδα μου σκέφτομαι τους συνανθρώπους μας που οδηγούνται στην απόσυρση αλλά κι εκείνους που η κοινωνία τους κατέστρεψε έμμεσα ή άμεσα επειδή αδυνατούσε να τους χωρέσει. Όσο η διαφορετικότητα αντιμετωπίζεται σαν «έλλειμα» ή «λάθος», ως κάτι που χρήζει διόρθωσης το κενό μεταξύ μας συνεχώς θα μεγαλώνει. Η ανάγκη για σύνδεση είναι υπαρξιακή, συνυφασμένη με το υπαρξιακό μας δικαίωμα για ορατότητα και αποδοχή της ταυτότητάς μας.
Στη σκηνή βιώνετε έντονες στιγμές σωματικής έκφρασης και ταυτόχρονα έντονης έκθεσης
Η ουσιαστική ανάγνωση του έργου από τον σκηνοθέτη μας και η δραματουργική συνέπεια των χαρακτήρων οδήγησαν μοιραία στο να αισθανθώ ασφαλής για ότι συμβαίνει πάνω τη σκηνή. Όλα είναι δικαιολογημένα. Υπήρξαν στην αρχή στιγμές αμηχανίας σίγουρα, αλλά γρήγορα ξεπεράστηκαν καθώς ένιωθα πως βρίσκομαι σε ένα πολύ ασφαλές πλαίσιο. Είχα απόλυτη εμπιστοσύνη στον Δημοσθένη ότι δεν θα επιτρέψει να συμβεί κάτι που θα μας εκθέσει. Το να ξεπερνώ τα όρια και να είμαι ειλικρινής είναι ζητούμενα σε κάθε δουλειά. Δεν μπορώ να υπάρξω σκηνικά αν δεν είμαι ειλικρινής. Το θέμα είναι πως βιώνεται από τους θεατές αυτή η ειλικρίνεια. Και εκεί έρχεται η δουλειά του σκηνοθέτη που διοχετεύει την ειλικρίνεια μας και την περνάει στον θεατή με τρόπο ουσιαστικό.

Ο Δημοσθένης Παπαδόπουλος σας καθοδήγησε με ιδιαίτερο τρόπο;
Η από – ρομαντικοποίηση του χαρακτήρα ήταν το πρώτο σημείο που συναντηθήκαμε. Η λιτότητα και η αφαίρεση του Δημοσθένη είναι στοιχεία που θεωρώ ότι ταιριάζουν πολύ στο συγκεκριμένο έργο αλλά και σε μένα ως ηθοποιό. Οδηγούν στην συμπύκνωση και στην ουσία του πράγματος. Οι καθαρές σκηνοθετικές γραμμές του με απήλλαξαν από πολλές αγωνίες. Η συνεργασία μας ήταν ουσιαστική και απελευθερωτική μπορώ να πω. Με τον Δημοσθένη θυμήθηκα πως ακόμη και ο μικρότερος χώρος μπορεί να διευρυνθεί και να χωρέσει μέσα του ένα ολόκληρο σύμπαν. Αρκεί να υπάρχει σύμπαν. Να υπάρχει περιεχόμενο.
Ο Τάσος Ιορδανίδης, με τον οποίο κατακτήσατε το Βραβείο Κοινού στην «Τζούλια» (σ.σ σκηνοθέτης), είναι τώρα παραγωγός της παράστασης. Τι σας «δένει» καλλιτεχνικά εκτός από την εμπιστοσύνη;
Σε αυτό το σημείο πρέπει να πω πως είμαι ευγνώμων στον Τάσο και για τις δύο δουλειές. Με διεύρυναν ως ηθοποιό. Μας δένει πια φιλία, εκτίμηση και σεβασμός.
Μετά από μια τέτοια έντονη ερμηνεία, πως αποφορτίζεστε;
Η πραγματικότητα που με περιμένει έξω από το θέατρο με αποφορτίζει.












