Η Γαλλία ξυπνά με έναν ακόμη δημοσκοπικό εφιάλτη γύρω από τη σχέση της με το Ισλάμ.
- του Χρήστου Μυτιλινιού
Η νέα έρευνα της Ifop, που έκανε πρωτοσέλιδο το Le Figaro με τίτλο για «όλο και πιο αυστηρούς νέους μουσουλμάνους», δεν είναι απλώς μια ακόμη μέτρηση. Είναι ένα πολιτικό καμπανάκι πρώτου μεγέθους: μεγάλο τμήμα της νεολαίας μουσουλμανικής καταγωγής δηλώνει ότι βάζει τον ισλαμικό νόμο πάνω από τους νόμους της Γαλλικής Δημοκρατίας, ενώ ταυτόχρονα εκφράζει συμπάθεια προς ισλαμιστικά κινήματα. Κι όμως, μέσα στην ανησυχία, η ίδια έρευνα αποδομεί και έναν άλλο φόβο: τον μύθο του «ισλαμικού κύματος» που δήθεν σαρώνει την ευρωπαϊκή κοινωνία. Η εικόνα είναι πολύ πιο σύνθετη – αλλά αυτό δεν την κάνει λιγότερο ανησυχητική.
Ένα πορτρέτο ριζοσπαστικοποιημένης θρησκευτικότητας
Σύμφωνα με την Ifop, οι μουσουλμάνοι αποτελούν περίπου 7% του ενήλικου γαλλικού πληθυσμού, όταν στις αρχές της δεκαετίας του ’80 ήταν μόλις 0,5%. Σήμερα, το Ισλάμ είναι δεύτερη θρησκεία της χώρας, πίσω από τον καθολικισμό, και πάνω από τον προτεσταντισμό. Το πρώτο στοιχείο, λοιπόν, είναι καθαρά δημογραφικό: πρόκειται για μια σταδιακή αλλά σταθερή άνοδο.
Ακόμη πιο εντυπωσιακή είναι η ένταση της θρησκευτικότητας. Περίπου 8 στους 10 μουσουλμάνους δηλώνουν θρησκευόμενοι – ποσοστό πολύ υψηλότερο από τους καθολικούς ή τους άθεους που δηλώνουν «κάπως πιστοί». Η καθημερινή προσευχή φτάνει στο 62%, σχεδόν διπλάσια σε σχέση με τη δεκαετία του ’90, ενώ η συμμετοχή στην προσευχή της Παρασκευής έχει υπερδιπλασιαστεί. Το Ραμαζάνι τηρείται πλέον από τη μεγάλη πλειονότητα, με τα ποσοστά στους νέους να εκτοξεύονται ακόμη περισσότερο.
Η εικόνα γίνεται ακόμη πιο αιχμηρή όταν εστιάσουμε στους 15–24 ετών. Εκεί η έρευνα βρίσκει:
• Περίπου 87% να δηλώνουν «θρησκευόμενοι».
• Πολύ υψηλά ποσοστά καθημερινής προσευχής, με σημαντικό κομμάτι να τηρεί τις πέντε προσευχές της ημέρας.
• Εκρηκτική αύξηση στη χρήση μαντίλας από τις νεαρές γυναίκες, σε σύγκριση με την παλαιότερη γενιά.
• Ένα αυξημένο ποσοστό που επιλέγει περιορισμένη σωματική επαφή με το αντίθετο φύλο (χειραψίες, φιλικά αγγίγματα κ.λπ.), σε σχέση με τους μεγαλύτερους.





Αυτά τα στοιχεία δεν περιγράφουν απλώς «παράδοση». Περιγράφουν μια συνειδητή στροφή σε αυστηρότερη θρησκευτική πρακτική – μια επιστροφή στο Ισλάμ με όρους ταυτότητας.
Όταν η σαρία μπαίνει πάνω από τον νόμο του κράτους
Εκεί όμως που η έρευνα χτυπάει πραγματικά κόκκινο στη γαλλική δημόσια σφαίρα είναι στα θεσμικά ερωτήματα.
Στους νέους μουσουλμάνους 15–24 ετών:
• Περίπου 57% δηλώνουν ότι οι κανόνες του Ισλάμ προηγούνται των νόμων της Γαλλικής Δημοκρατίας.
• Περίπου 59% θεωρούν ότι η σαρία πρέπει να εφαρμόζεται και σε χώρες που δεν είναι μουσουλμανικές.
Σε μια χώρα όπου η λαϊκότητα (laïcité) και η υπεροχή του κοσμικού δικαίου είναι θεμέλιο του πολιτεύματος, αυτά τα ποσοστά δεν είναι απλώς ενδιαφέροντα: είναι θεσμικά εκρηκτικά. Δείχνουν τάση δημιουργίας «παράλληλης νομιμότητας», όπου ο θρησκευτικός νόμος λειτουργεί ως ανώτερος κανόνας έναντι του κοινού.
Ακόμη πιο ανησυχητικό είναι το πολιτικό σκέλος. Η Ifop καταγράφει ότι:
• Περίπου 42% των νέων μουσουλμάνων δηλώνουν κάποια μορφή συμπάθειας προς ισλαμιστικά κινήματα – είτε πρόκειται για τη Μουσουλμανική Αδελφότητα είτε για σαλαφιστικές τάσεις.
• Στο σύνολο του δείγματος, περίπου ένας στους τρεις μουσουλμάνους αισθάνεται θετικά προς τουλάχιστον μία από αυτές τις «ισλαμιστικές σχολές σκέψης».
Δεν μιλάμε, βέβαια, για ανοιχτή στήριξη της τρομοκρατίας. Η ίδια έρευνα δείχνει ότι ο τζιχαντισμός παραμένει περιθωριακός: μικρό ποσοστό δηλώνει «συμπάθεια», ενώ η πλειοψηφία των μουσουλμάνων εκφράζει καθαρή εχθρότητα απέναντι σε βίαιες οργανώσεις. Όμως, η ιδεολογική συμπάθεια προς ισλαμιστικά, συντηρητικά ή πολιτικοθρησκευτικά κινήματα αποτελεί εύφορο έδαφος για μελλοντική ριζοσπαστικοποίηση.
Καμπανάκι για τη Γαλλία – και για την Ευρώπη
Η Γαλλία, δέκα χρόνια μετά τα μεγάλα τρομοκρατικά χτυπήματα, βλέπει μπροστά της μια νεότερη γενιά που:
• δηλώνει πιο πιστή,
• πιο αυστηρή στα θρησκευτικά ήθη,
• λιγότερο πρόθυμη να υποτάξει την πίστη στις κοσμικές αξίες της Δημοκρατίας,
• και πιο φιλική σε οργανωμένα ισλαμιστικά ρεύματα.
Για το Παρίσι, αυτό μεταφράζεται σε στρατηγικό πονοκέφαλο: Πώς διασφαλίζεις την ενσωμάτωση, όταν ένα μεγάλο τμήμα της νεολαίας δεν αποδέχεται τον κοσμικό νόμο ως υπέρτατο; Πώς προστατεύεις τις ελευθερίες χωρίς να ενισχύσεις το αφήγημα περί «δίωξης του Ισλάμ»; Και, κυρίως, πώς αποτρέπεις τη διολίσθηση ενός συντηρητικού θρησκευτικού ρεύματος σε πολιτικό εξτρεμισμό;
Το ότι οι μουσουλμάνοι είναι μόλις 7% του πληθυσμού δεν μειώνει τον κίνδυνο. Αντιθέτως, φωτίζει τη δυσανάλογη ιδεολογική ένταση που αποκτά ένας σχετικά μικρός αριθμός πολιτών.
Η άλλη όψη: αποδόμηση μύθων και υπεραπλουστεύσεων
Κι όμως, η ίδια έρευνα περιέχει και στοιχεία που χτυπούν άλλα καμπανάκια – αυτή τη φορά απέναντι στον λαϊκισμό και την τρομολαγνεία.
Πρώτον, αποδομεί τον μύθο του λεγόμενου «μεγάλου αντικαταστάτη». Οι Γάλλοι, σύμφωνα με άλλες μετρήσεις, πιστεύουν συχνά ότι οι μουσουλμάνοι ξεπερνούν το 30% του πληθυσμού. Η πραγματικότητα είναι κάτω από το ένα τέταρτο αυτού του αριθμού. Δεύτερον, η μαντίλα εξακολουθεί να είναι μειοψηφικό φαινόμενο στο σύνολο των μουσουλμάνων γυναικών, ακόμη κι αν στους κύκλους της νεολαίας κερδίζει έδαφος. Τρίτον, το ποσοστό των μουσουλμάνων που δηλώνουν ότι κάποιος έχει δικαίωμα να εγκαταλείψει το Ισλάμ έχει αυξηθεί σημαντικά σε σχέση με τις δεκαετίες του ’80 και του ’90. Δηλαδή, το αίτημα της ατομικής ελευθερίας συνείδησης κερδίζει έδαφος, έστω και αργά. Τέταρτον, η αυστηροποίηση δεν είναι μονοσήμαντο «ισλαμικό» φαινόμενο. Αντίστοιχη ενίσχυση της θρησκευτικής αναφοράς καταγράφεται και σε χριστιανούς και σε εβραίους νέους. Σε μια εποχή κενών ιδεολογικών αφηγημάτων, η θρησκεία λειτουργεί συχνά ως καταφύγιο ταυτότητας – αλλά στο Ισλάμ, λόγω ιστορικών και γεωπολιτικών φορτίσεων, αυτό μεταφράζεται πιο εύκολα σε πολιτική σύγκρουση.
Ένα λεπτό όριο ανάμεσα στην ενσωμάτωση και τον στιγματισμό
Το ερώτημα, τελικά, δεν είναι αν η έρευνα της Ifop είναι «σοκαριστική». Είναι. Το 57% που βάζει τον ισλαμικό νόμο πάνω από τον γαλλικό και το 42% που δηλώνει φιλική στάση προς ισλαμιστικά κινήματα αποτελούν συναγερμό για κάθε ευρωπαϊκή δημοκρατία.

Το ερώτημα είναι πώς απαντάς σε αυτά τα δεδομένα.
Αν η πολιτική τάξη περιοριστεί στο να φωνάζει «κίνδυνος» και να επιβεβαιώνει το αφήγημα περί «πολέμου των πολιτισμών», το μόνο που θα πετύχει είναι να σπρώξει ακόμη περισσότερους νέους προς τα άκρα. Αν, αντίθετα, επιλέξει να δει κατάματα το πρόβλημα – την αποξένωση, τη γκετοποίηση, την αποτυχία του σχολείου και της αγοράς εργασίας – ίσως η Γαλλία μπορέσει να ανακτήσει τον δεσμό με αυτή τη γενιά πριν είναι πολύ αργά.
Σε κάθε περίπτωση, η έρευνα της Ifop είναι μια σπάνια, καθαρή ακτινογραφία ενός ζητήματος που θα απασχολήσει όχι μόνο το Παρίσι, αλλά ολόκληρη την Ευρώπη τα επόμενα χρόνια. Και λειτουργεί ως αυτό που πρέπει να είναι: καμπανάκι, όχι άλλοθι.












