Εκρηκτικές διαστάσεις έχει πλέον λάβει το δημογραφικό μας πρόβλημα. Και για να αντιληφθούμε το μέγεθός του, ας δούμε επιγραμματικά πού βρισκόμαστε: Το 1998, οι υποψήφιοι για τις πανελλαδικές εξετάσεις ήταν περίπου 196.000. Φέτος είναι 101.000. Χάσαμε δηλαδή μέσα σε 26 χρόνια περίπου το 30% των υποψήφιων φοιτητών.
Μέχρι το 1971, η Ελλάδα ήταν μια χώρα που παρότι γεννούσε περισσότερα παιδιά, εντούτοις αυτοί που έφευγαν, ήταν περισσότεροι από αυτούς που έρχονταν. Από το 1972 έως το 1985, ο αριθμός αυτών που έφευγαν ήταν περίπου ίσος με τον αριθμό αυτών που έρχονταν. Μετά το 1985 και μέχρι το 2009, οι Έλληνες που έρχονταν στην Ελλάδα ήταν περισσότεροι από αυτούς που έφευγαν. Αλλά το 2010 μαζί με το μνημόνιο ήρθε και το κύμα της μεγάλης φυγής. Σχεδόν 500.000 νέοι εγκατέλειψαν τη χώρα.
Θα μπορούσαν να γυρίσουν πίσω; Με τον σημερινό μέσο μισθό στην Ελλάδα, μοιάζει δύσκολο, αν όχι αδύνατο. Εάν επιστρέψουν, θα μπορούσαν να συμβάλουν στην επίλυση του δημογραφικού; Με τις σημερινές συνθήκες και αυτό μοιάζει εξαιρετικά δύσκολο. Για να συμβάλει ένα νέο ζευγάρι στη λύση του δημογραφικού προβλήματος, πρέπει να κάνει πάνω από δύο παιδιά. Πολύ απλά, οι δύο που κάποτε θα φύγουν από τη ζωή, θα πρέπει να αφήσουν πίσω τους περισσότερους.
Πόσο εύκολο είναι σήμερα αυτό στην Ελλάδα; Οι νέοι άνθρωποι που το ζουν ή το σχεδιάζουν ξέρουν ότι είναι εξαιρετικά δύσκολο, γι’ αυτό πολλοί δεν το τολμούν. Μια νέα εργαζόμενη μητέρα που δεν έχει βοήθεια στο σπίτι και στέλνει το παιδί της στον παιδικό σταθμό ξέρει ότι, για να πάει να το πάρει στη 1:30 το μεσημέρι, πρέπει πρακτικά ή να μην εργάζεται ή να έχει εξαιρετικά ανεκτικό εργοδότη. Χωρίς τη γενίκευση του συστήματος για ολοήμερο παιδικό σταθμό, ολοήμερο νηπιαγωγείο ακόμη και δυνατότητα για ολοήμερο δημοτικό σχολείο, δεν βοηθάμε πραγματικά όσους θέλουν να κάνουν οικογένεια.
Τώρα όμως είναι η ώρα για το μεγάλο μας στοίχημα; Να καταστήσουμε το «brain gain» τη νέα κανονικότητα, με κίνητρα οικονομικά, κοινωνικά και κυρίως ορατά στην καθημερινότητα.
Τώρα μένει να εντείνουμε τις προσπάθειές μας και να πείσουμε τα παιδιά, κι αυτά που ξενιτεύτηκαν και όσα έμειναν εδώ, ότι η επαγγελματική ζωή μπορεί και πρέπει να συνδυαστεί με την οικογενειακή. Να τους δοθούν όμως κίνητρα. Να τους διασφαλίσουμε όσο το δυνατόν καλύτερες οικονομικές απολαβές, δυνατότητα απόκτησης κατοικίας, απρόσκοπτη πρόσβαση σε παιδικές υπηρεσίες φύλαξης, νηπιαγωγεία και παιδικούς σταθμούς.
Ταυτόχρονα, το κράτος έχει την υποχρέωση απέναντι και σε όσες και όσους συνεισέφεραν και συνεχίζουν να συνεισφέρουν στην ανάπτυξη και τη βιωσιμότητά του. Στους γονείς που πάντοτε ενδυνάμωναν με προσωπικό μόχθο, αλλά και τώρα μέσω των συντάξεών τους, τον κοινωνικό του χαρακτήρα. Σήμερα, το Δημογραφικό δεν χρειάζεται διαπιστώσεις ούτε και μαγικές λύσεις. Χρειάζεται εθνικές πρωτοβουλίες και τοπικές παρεμβάσεις, όπου κριθεί απαραίτητο για την ενίσχυση της ελληνικής Περιφέρειας. Ένα Εθνικό Σχέδιο Δράσης για το Δημογραφικό πρέπει να αποτελέσει επιτέλους τον διαθλαστικό φακό των επιλογών μας.
του Φώτη Σιούμπουρα











