Σε θέσεις, αρμοδιότητες, ιεραρχία, στελέχωση του κράτους, της Αυτοδιοίκησης,
των ελεγχόμενων από το κράτος επιχειρήσεων και οργανισμών
Πριν από 114 χρόνια (το 1911), όταν καθιερώθηκε συνταγματικά η μονιμότητα των δημοσίων υπαλλήλων, σταμάτησαν τα κλάματα και οι οδυρμοί εκείνων που κάθε φορά που άλλαζε η κυβέρνηση έχαναν τη δουλειά τους. Μπροστά από το κτίριο του τότε υπουργείου Οικονομικών, στην τότε πλατεία 25ης Μαρτίου, μαζεύονταν οι δημόσιοι υπάλληλοι που απολύονταν μετά από εκλογική αναμέτρηση και κυβερνητική αλλαγή, για να διαμαρτυρηθούν -κλαίγοντας- για την απόλυσή τους. Τότε δεν υπήρχε μονιμότητα και κάθε νέα κυβέρνηση απέλυε τους υπαλλήλους που είχαν προσλάβει οι προηγούμενοι και διόριζε δικούς της ψηφοφόρους. Έκτοτε, η πλατεία μετονομάστηκε σε Κλαυθμώνος, ενώ το 1989 πήρε την ονομασία Πλατεία Εθνικής Συμφιλιώσεως, όνομα όμως που δεν είναι σήμερα σε χρήση. Ίσως γιατί οι δημόσιοι υπάλληλοι σήμερα δεν θέλουν να συμφιλιωθούν με την ιδέα κατάργησης της μονιμότητάς τους, για την οποία η συζήτηση έχει ανοίξει και η άρση της τείνει πλέον να σχηματίσει πλειοψηφικό ρεύμα στην κοινωνία.
Δεν θα ήταν πολύ μεγάλη υπερβολή, αν κάποιος υποστήριζε ότι η εξαγγελία του Κυριάκου Μητσοτάκη για την άρση της μονιμότητας στο Δημόσιο είναι ό,τι τολμηρότερο έχει δηλώσει μέχρι σήμερα. Μπορεί να έχει μετρήσει ποιοι θα είναι υπέρ και ποιοι εναντίον, πάντως δείχνει ότι κάνει μία ενεργητική επιλογή και απευθύνεται σε πιο δυναμικά τμήματα της ελληνικής κοινωνίας. Πριν από τις εκλογές του 2023, ο πρωθυπουργός μιλούσε κάπως αόριστα για τη «σύγκρουση με το βαθύ κράτος», κάτι που ακουγόταν ενδιαφέρον και φιλόδοξο. Όμως όλοι διαπίστωσαν ότι επρόκειτο για μία μάχη με έναν αόρατο εχθρό. Και ως τέτοια, έμεινε στον σχεδιασμό και στα λόγια. Σήμερα, στο μέσον της δεύτερης θητείας του, ανακοινώνει κάτι που, αν υλοποιηθεί, θα συνιστά τη μεγαλύτερη μεταρρύθμιση του νεοελληνικού κράτους.
Ακόμη και αν τελικά δεν προχωρήσει η άρση της μονιμότητας, η ευθύνη θα βαρύνει όσους την εμποδίσουν. Και ο Μητσοτάκης θα έχει θέσει ένα κομβικής σημασίας ζήτημα στην κορυφή της πολιτικής ατζέντας. Ίσως το κάνει εκ του ασφαλούς, αφού υπάρχουν δημοσκοπήσεις στις οποίες η πρόταση γίνεται ευρέως αποδεκτή, αλλά πάντως ο πρωθυπουργός δείχνει διατεθειμένος να επιβεβαιώσει την πολιτική του κυριαρχία με κινήσεις όπως αυτή.
Σε ό,τι αφορά το ΠΑΣΟΚ, το δίλημμα μπορεί να αποδειχθεί καθοριστικό, εκλογικά και πολιτικά, με την ευρύτερη έννοια. Είτε επιλέξει να αρνηθεί είτε να συμφωνήσει για την άρση της μονιμότητας, θα πρέπει να ζυγίσει και να τεκμηριώσει πειστικά την επιλογή του. Το μόνο σίγουρο είναι ότι το θέμα θα κυριαρχήσει στην πολιτική συζήτηση από εδώ και στο εξής και θα επανακαθορίσει την πολιτική φυσιογνωμία κομμάτων και προσώπων.
Μπορεί όμως να καταργηθεί η μονιμότητα στο ελληνικό Δημόσιο, της οποίας την αναθεώρηση του σχετικού άρθρου στο Σύνταγμα προανάγγειλε ο πρωθυπουργός; Και η οποία μονιμότητα είχε επιβεβαιωθεί και με το Σύνταγμα του 1975; (Με μία προσθήκη: Ο υπάλληλος μπορεί να απολυθεί αν υπάρξει κατάργηση της οργανικής του θέσης.)
Με αντικειμενικούς όρους και έτσι όπως διαμορφώνονται οι πολιτικοί συσχετισμοί, αυτό είναι σχεδόν αδύνατο να συμβεί κατά την επικείμενη συνταγματική αναθεώρηση. Σχεδόν αποκλείεται δηλαδή να υπάρξουν 180 βουλευτές που θα ψηφίσουν αναθεώρηση της συγκεκριμένης συνταγματικής διάταξης. Ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ Ν. Ανδρουλάκης ήδη εμμέσως πλην σαφώς εκφράστηκε αρνητικά. Συνεπώς, κάνουμε κουβέντα χωρίς άμεσο αντίκρισμα. Και συζητάμε για κατάργηση της μονιμότητας στο Δημόσιο, χωρίς να διευκρινίζεται ότι αυτή δεν αφορά το υφιστάμενο προσωπικό. Ο υπάλληλος που προσελήφθη ως μόνιμος θα αφυπηρετήσει υπό το ίδιο καθεστώς, γιατί η μεταβολή του θα ήταν παράνομη. Συνεπώς, η συζήτηση αφορά τους νέους υπαλλήλους σε έναν δημόσιο τομέα που καλείται να αποκτήσει σύγχρονη ευελιξία και αποτελεσματικότητα. Σε περιβάλλον μάλιστα Τεχνητής Νοημοσύνης, χρειάζονται σήμερα λιγότεροι υπάλληλοι, αλλά με περισσότερες ικανότητες και υψηλότερη αντίληψη. Και ασφαλώς, όλοι αυτοί θα πρέπει να υφίστανται αξιολόγηση αντίστοιχη εκείνης που αντιμετωπίζουν οι συμπολίτες τους στον ιδιωτικό τομέα.
Kαι μιας και μιλάμε για αξιολόγηση και με αφορμή την τραγωδία στα Τέμπη, να επισημάνουμε ότι αυτή (η τραγωδία) ανέδειξε ελλείψεις της κρατικής μηχανής, κενά στη στελέχωση του κράτους. Επιβεβαίωσε, δε, τις συνέπειες από την απουσία αξιολόγησης στον δημόσιο τομέα.
Και η αξιολόγηση δεν είναι μόνο μία από τις «καραμέλες» που αναμασούν κάποιοι προσπαθώντας να αναδείξουν ψευδεπίγραφες ποινικές ευθύνες για την τραγωδία. Η έλλειψή της είναι μια σκληρή πραγματικότητα που είχε και θα έχει, όσο συνεχίζεται, τραγικές συνέπειες. Σημαντικό είναι ότι την επικαλούνται αυτοί που έχουν πολεμήσει λυσσωδώς κάθε προσπάθεια αξιολόγησης, οι οπαδοί της ισοπέδωσης προς τα κάτω.
Αλλά αφού καμώνονται πως θέλουν την αξιολόγηση, αλλά «υπό προϋποθέσεις», να αποφασιστεί αξιολόγηση παντού, εδώ και τώρα. Αφήστε που νόμοι υπάρχουν και για τη μονιμότητα στο Δημόσιο και για την αξιολόγηση. Το θέμα είναι αν και πώς εφαρμόζονται. Χρειάζεται ίσως να επανεξετασθούν και να αξιολογηθούν οι πάντες και τα πάντα. Οι Οργανισμοί, οι θέσεις, οι αρμοδιότητες, η ιεραρχία, η στελέχωση του κράτους, της Αυτοδιοίκησης, των ελεγχόμενων από το κράτος επιχειρήσεων και φορέων. Σωστά, αποτελεσματικά, μεθοδικά, δίκαια. Κι ας αρχίσουν τους κλαυθμούς και οδυρμούς στην… Πλατεία Κλαυθμώνος οι μονίμως διαμαρτυρόμενοι και ανησυχούντες.
του Φώτη Σιούμπουρα