Με νέα απόφαση η Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων (ΑΑΔΕ) επιχείρησε να ξεκαθαρίσει και να συστηματοποιήσει το πλαίσιο γύρω από την απενεργοποίηση (το λεγόμενο «κλείδωμα») του ΑΦΜ φυσικών και νομικών προσώπων — ένα ζήτημα που τα τελευταία χρόνια προκαλούσε σύγχυση και προβλήματα στις συναλλαγές, ιδίως όταν ένας φορολογούμενος διέθετε περισσότερους από έναν ΑΦΜ ή όταν υπήρχαν ενδείξεις δόλιας συμπεριφοράς κατά την απόκτηση του ΑΦΜ. Η απόφαση περιγράφει με λεπτομέρεια τις περιπτώσεις που οδηγούν σε απενεργοποίηση, τη διαδικασία ενημέρωσης των εμπλεκομένων, καθώς και τα επόμενα βήματα που οφείλουν να ακολουθήσουν οι φορολογούμενοι αλλά και οι φορείς που ενδέχεται να επηρεαστούν.
Το βασικό αποτέλεσμα της απενεργοποίησης είναι ότι ο ΑΦΜ «παγώνει»: μπλοκάρονται συναλλαγές και δεν είναι δυνατή, μεταξύ άλλων, η υποβολή δήλωσης έναρξης, μεταβολής ή διακοπής δραστηριότητας. Αυτός ο μηχανισμός εφαρμόζεται, σύμφωνα με την ΑΑΔΕ, σε δύο κύριες κατηγορίες περιπτώσεων. Πρώτον, όταν διαπιστωθούν ψευδή ή ανακριβή στοιχεία ή έχει χρησιμοποιηθεί πλαστό ταυτοποιητικό έγγραφο για την απόκτηση του ΑΦΜ. Και δεύτερον, όταν φυσικό πρόσωπο διαθέτει περισσότερους από έναν ΑΦΜ — μια πρακτική που, όπως επισημαίνεται, δημιουργεί αναντιστοιχίες στην εικόνα των φορολογικών στοιχείων και στην εύρυθμη λειτουργία του φορολογικού μηχανισμού.
Στην πρώτη περίπτωση, η ΑΑΔΕ προβλέπει όχι μόνο την απενεργοποίηση του προβληματικού ΑΦΜ του φυσικού προσώπου, αλλά και δευτερογενείς ενέργειες που αφορούν νομικά πρόσωπα στα οποία το πρόσωπο αυτό συμμετέχει. Ειδικότερα, αν ο φορολογούμενος με τον προσβληθέντα ΑΦΜ είναι μοναδικός εταίρος ή μέλος νομικού προσώπου, τότε απενεργοποιείται και ο ΑΦΜ του νομικού προσώπου. Επιπλέον, στην περίπτωση που το επίμαχο νομικό πρόσωπο κατέχει μετοχικές ή άλλες συμμετοχές σε άλλες εταιρείες ή λειτουργεί ως μέλος διοικητικών οργάνων, η ΑΑΔΕ ενημερώνει άμεσα τα σχετικά νομικά πρόσωπα για να προβούν στις αναγκαίες τροποποιήσεις των συστατικών εγγράφων ή των στοιχείων εκπροσώπησης.
Η απόφαση καλύπτει επίσης περιπτώσεις φορολογικών αντιπροσώπων και εκπροσώπων: εάν ο απενεργοποιούμενος ΑΦΜ αντιπροσωπεύει άλλους φορολογουμένους, η Φορολογική Διοίκηση διαβιβάζει ειδοποίηση προς τα αντιπροσωπευόμενα πρόσωπα ώστε να δηλώσουν αντικατάσταση του αντιπροσώπου ή να επιλέξουν να μην έχουν αντιπρόσωπο, δεχόμενοι την κοινοποίηση των πράξεων απευθείας στα δηλωμένα στοιχεία επικοινωνίας τους. Με αυτόν τον τρόπο επιδιώκεται να περιοριστούν τα κενά επικοινωνίας και η χρήση πλαστών ή ανακριβών στοιχείων που μπορεί να βλάψουν τρίτους.
Στη δεύτερη, ιδιαίτερα συχνή περίπτωση — όταν δηλαδή φυσικό πρόσωπο κατέχει πάνω από έναν ΑΦΜ — η ΑΑΔΕ απαιτεί την ενεργό συνεργασία του φορολογουμένου. Ο τελευταίος ενημερώνεται από την Αρχή και καλείται να υποβάλει τη δήλωση Δ213 («Δήλωση απενεργοποίησης ΑΦΜ») μέσω της ψηφιακής πλατφόρμας «Τα Αιτήματά μου», προκειμένου να ζητήσει την απενεργοποίηση των επιπλέον ΑΦΜ. Αν ο φορολογούμενος εντός συγκεκριμένης προθεσμίας δεν προβεί στην υποβολή της δήλωσης, η Φορολογική Διοίκηση προχωρά αυτεπάγγελτα στην απενεργοποίηση των πλεοναζόντων ΑΦΜ.
Ο τρόπος επιλογής
Η απόφαση προσδιορίζει επίσης τον τρόπο επιλογής του ΑΦΜ που θα παραμείνει ενεργός. Πριν την οριστική απενεργοποίηση, διενεργούνται διαπιστωτικές επαληθεύσεις προκειμένου να διαπιστωθεί ποιος από τους υπάρχοντες ΑΦΜ «απεικονίζει πληρέστερα την πραγματική εικόνα» του φορολογουμένου. Στην αξιολόγηση λαμβάνονται υπόψη στοιχεία όπως εταιρικές συμμετοχές, δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος, δηλωθείσες σχέσεις, ιδιοκτησίες (ακίνητα, οχήματα), υφιστάμενες οφειλές κ.ά. Αρμόδια για την απενεργοποίηση είναι η Φορολογική Υπηρεσία στην οποία εντάσσεται ο ΑΦΜ που τελικώς θα διατηρηθεί. Παράλληλα, η απόφαση υπογραμμίζει ότι ο φορολογούμενος διατηρεί το δικαίωμα να προσκομίσει αποδεικτικά στοιχεία εάν θεωρεί ότι δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις για απενεργοποίηση.
Από τη σκοπιά των επιχειρήσεων και των επαγγελματιών, η ρύθμιση επιχειρεί να αποτρέψει περιπτώσεις κατάχρησης και να εξασφαλίσει τη διαφάνεια, αλλά ταυτόχρονα εγείρει ζητήματα πρακτικής εφαρμογής: η αναστολή του ΑΦΜ μπορεί να παγώσει επιχειρηματικές δραστηριότητες, να εμποδίσει την έκδοση στοιχείων και να καθυστερήσει τις συναλλαγές. Η ΑΑΔΕ με την απόφασή της προσπαθεί να ισορροπήσει ανάμεσα στην ανάγκη προστασίας του φορολογικού συστήματος και στην ανάγκη να μην θιγούν αδικαιολόγητα όσοι φορολογούμενοι βρεθούν αιφνιδίως αντιμέτωποι με απενεργοποίηση.
Συμπερασματικά, το νέο πλαίσιο φέρνει σαφήνεια και επαναπροσδιορίζει διαδικασίες που μέχρι σήμερα λειτουργούσαν με μερική αδιαφάνεια. Η επιτυχία του όμως θα κριθεί στην πράξη, από την ταχύτητα και την ακρίβεια των επαληθεύσεων, την ορθή ενημέρωση των πολιτών και την ικανότητα της ΑΑΔΕ να εξισορροπήσει τον έλεγχο με την προστασία των νόμιμων συναλλαγών.












