Η πρόταση της ελληνικής κυβέρνησης προς τον ΟΗΕ για την απαγόρευση πρόσβασης παιδιών και εφήβων κάτω των 15 ή 16 ετών στα κοινωνικά δίκτυα προκάλεσε έντονη συζήτηση στην κοινωνία. Πρόκειται για ένα μέτρο που φιλοδοξεί να προστατεύσει τη νέα γενιά από τις παγίδες του ψηφιακού κόσμου, την ίδια στιγμή όμως εγείρει ερωτήματα για την ελευθερία, την τεχνολογική εκπαίδευση και την πρακτική εφαρμογή του.
Σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη του Ελληνικού Κέντρου Ασφαλούς Διαδικτύου, οι έφηβοι στη χώρα μας περνούν κατά μέσο όρο πάνω από τρεις ώρες ημερησίως στα κοινωνικά δίκτυα, με το ποσοστό αυτό να αυξάνεται τα Σαββατοκύριακα. Οι επιπτώσεις δεν είναι αμελητέες. Αυτή η υπερβολική χρήση συνδέεται με διαταραχές ύπνου, κυρίως λόγω της έκθεσης στο μπλε φως που μειώνει την παραγωγή μελατονίνης και καθυστερεί την έλευση του ύπνου. Παράλληλα, παρατηρούνται αυξημένα επίπεδα άγχους, χαμηλή αυτοεκτίμηση εξαιτίας της συνεχούς σύγκρισης με «ιδανικές» εικόνες, ακόμη και καταθλιπτικά συμπτώματα σε εφήβους που περνούν πολλές ώρες διαδικτυακά. Οι επιπτώσεις δεν περιορίζονται στην ψυχολογία. Η παρατεταμένη ακινησία μπροστά στην οθόνη συνδέεται με παχυσαρκία, μυοσκελετικά προβλήματα και μείωση της φυσικής δραστηριότητας. Σε μικρότερα παιδιά η υπερβολική χρήση συχνά οδηγεί σε καθυστέρηση ανάπτυξης γλώσσας και κοινωνικών δεξιοτήτων, καθώς η αλληλεπίδραση με οθόνες αντικαθιστά τη ζωντανή επικοινωνία με γονείς και συνομηλίκους.
Ωστόσο, η σχέση των παιδιών με τα κοινωνικά μέσα δεν είναι μόνο σκοτεινή. Μέσα από τις πλατφόρμες αυτές οι έφηβοι βρίσκουν ευκαιρίες για δημιουργική έκφραση, καλλιέργεια δεξιοτήτων επικοινωνίας και επαφή με συνομηλίκους τους σε όλο τον κόσμο. Για αρκετά παιδιά το διαδίκτυο αποτελεί παράθυρο σε νέες γνώσεις και κοινότητες που δεν θα μπορούσαν να προσεγγίσουν αλλιώς.
Η απόλυτη απαγόρευση, όπως υποστηρίζουν αρκετοί ειδικοί, μπορεί να αποδειχτεί δύσκολη στην εφαρμογή της και ενδεχομένως να οδηγήσει τα παιδιά σε εναλλακτικούς, λιγότερο ασφαλείς τρόπους πρόσβασης. Από την άλλη πλευρά, η ύπαρξη σαφούς θεσμικού πλαισίου ίσως λειτουργήσει αποτρεπτικά και θέσει όρια που σήμερα είναι θολά.
Σε κάθε περίπτωση, το βάρος δεν μπορεί να πέσει αποκλειστικά στο κράτος ή στις πλατφόρμες. Οι γονείς παραμένουν ο καθοριστικός παράγοντας. Χρειάζεται να θέτουν καθημερινούς κανόνες χρήσης οθόνης, να ενθαρρύνουν εναλλακτικές δραστηριότητες (άθληση, διάβασμα, δημιουργικό παιχνίδι) και να συζητούν με τα παιδιά τους για τους κινδύνους και τις ευκαιρίες του ψηφιακού κόσμου. Το «όχι» δεν αρκεί· απαιτούνται ανοιχτός διάλογος και εκπαίδευση.
Η πρόταση της Ελλάδας στον ΟΗΕ δεν αποτελεί το τέλος μιας συζήτησης αλλά την απαρχή της. Σε μια εποχή που η τεχνολογία εξελίσσεται πιο γρήγορα από τις κοινωνικές μας άμυνες, το ζητούμενο δεν είναι μόνο να προστατεύσουμε τα παιδιά από το διαδίκτυο, αλλά και να τα εξοπλίσουμε ώστε να σταθούν υπεύθυνα μέσα σε αυτό.
της Αρετής Μανιώτη, Παιδίατρος