Το στεγαστικό πρόβλημα στην Ελλάδα έχει λάβει διαστάσεις κοινωνικής κρίσης. Σε μια χώρα όπου η ιδιοκατοίκηση υπήρξε για δεκαετίες συνώνυμο της ασφάλειας, σήμερα ολοένα και περισσότερα νοικοκυριά -ιδίως νέοι και οικογένειες με εισοδήματα που δεν ξεπερνούν τα 2.000 ευρώ τον μήνα- δυσκολεύονται να βρουν αξιοπρεπή στέγη.
Σύμφωνα με τα πρόσφατα στοιχεία της Eurostat, το μέσο ελληνικό νοικοκυριό δαπανά το 35,5% του διαθέσιμου εισοδήματός του για στέγαση, ποσοστό σχεδόν διπλάσιο από τον μέσο όρο της ΕΕ (19,2%). Για τα φτωχότερα νοικοκυριά, η κατάσταση είναι εφιαλτική: Σχεδόν τα 2/3 του εισοδήματός τους καταναλώνονται για ενοίκιο και βασικά έξοδα κατοικίας. Στην πράξη, οι πολίτες πληρώνουν υπέρογκα ποσά για ένα σπίτι που ποτέ δεν θα τους ανήκει.
Την ίδια ώρα, το πρόβλημα δεν οφείλεται στην έλλειψη κτιριακού αποθέματος. Μελέτες δείχνουν ότι πάνω από 2,2 εκατομμύρια κατοικίες στη χώρα παραμένουν κενές – δηλαδή 1 στα 3 σπίτια δεν κατοικείται. Στην Αττική μόνο, περισσότερες από 500.000 κατοικίες είναι ακατοίκητες, ενώ την ίδια στιγμή τα ενοίκια συνεχίζουν να αυξάνονται με ρυθμούς που ξεπερνούν τις δυνατότητες των νέων εργαζομένων. Η εικόνα αυτή -μεγάλη ευθύνη σε όλο αυτό έχουν και η βραχυπρόθεσμη ενοικίαση και τα Airbnb- αποκαλύπτει όχι έλλειψη κατοικιών, αλλά έλλειψη αξιοποίησης.
Η στεγαστική κρίση, όμως, δεν είναι αποκλειστικά ελληνικό φαινόμενο. Σε μεγάλες πόλεις της Ευρώπης, όπως η Βαρκελώνη, το Παρίσι ή η Κοπεγχάγη, οι εκάστοτε εγχώριες κυβερνήσεις αναζητούν λύσεις για να αντιμετωπίσουν αυτό το ζήτημα και να ανακουφίσουν τους πολίτες τους. Στη Γαλλία έχει επιλέξει να φορολογεί επιπλέον τις άδειες κατοικίες, η Δανία έχει καταφύγει στα συνεταιριστικά μοντέλα, ενώ η ιδιαίτερα «οικονομικά εύρωστη» Αυστρία στην ακριβή Βιέννη έχει καθιερώσει τα κοινωνικά συγκροτήματα. Σε χώρες πάλι όπως η Ολλανδία, το 30%-40% της αγοράς κατοικίας καλύπτεται από κοινωνικές κατοικίες, προσφέροντας πραγματική διέξοδο στα μεσαία και χαμηλά στρώματα.
Η Ελλάδα, αντίθετα, εξακολουθεί να μην έχει μια ολοκληρωμένη στεγαστική πολιτική. Επιδοτήσεις και δάνεια πρώτης κατοικίας είναι αποσπασματικά μέτρα που δεν απαντούν στη ρίζα του προβλήματος, ενώ πολλές φορές οδηγούν σε φιάσκο. Γι’ αυτό απαιτείται ένα εθνικό σχέδιο με κεντρικούς άξονες:
· Αξιοποίηση των κενών κατοικιών μέσω φορολογικών κινήτρων και αντικινήτρων για να διατεθούν στην αγορά.
· Ενίσχυση της κοινωνικής κατοικίας, με δημιουργία προσιτών διαμερισμάτων για νέους και οικογένειες.
· Ρύθμιση των βραχυχρόνιων μισθώσεων που εκτίναξαν τα ενοίκια στις πόλεις.
· Φορολογικές ελαφρύνσεις για ιδιοκτήτες που ενοικιάζουν σε χαμηλότερες τιμές σε δικαιούχες ομάδες.
Σε όλα τα παραπάνω, πρέπει να προστεθεί ένας ακόμη πυλώνας: η περιφερειακή ανάπτυξη και η αποκέντρωση. Δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί η στεγαστική κρίση, αν συνεχίσει να εντείνεται η συγκέντρωση πληθυσμού στα μεγάλα αστικά κέντρα. Στην ελληνική επαρχία είναι σήμερα διαθέσιμες κατοικίες πολυτελείας για ενοικίαση σε τιμές χαμηλότερες από ένα στούντιο στο Παγκράτι. Η αγορά μιας νεόδμητης μονοκατοικίας σε περιφερειακή πόλη ισούται πολλές φορές με το κόστος ενός μικρού διαμερίσματος 50ετίας στην Αθήνα. Η ενίσχυση της Περιφέρειας με επενδύσεις σε υποδομές, υπηρεσίες και θέσεις εργασίας μπορεί να δώσει πραγματικά κίνητρα στους νέους να αφήσουν την ασφυξία των μητροπόλεων και να χτίσουν τη ζωή τους σε πιο ανθρώπινο περιβάλλον.
Η στέγη είναι θεμελιώδες δικαίωμα. Αν η Πολιτεία δεν κινηθεί άμεσα, η σημερινή γενιά θα παραμείνει εγκλωβισμένη -στην καλύτερη- σε ένα καθεστώς «ενοικίου διά βίου», χωρίς προοπτική σταθερότητας. Και αυτό δεν είναι μόνο κοινωνικό αλλά και εθνικό ζήτημα, καθώς χωρίς προσιτή στέγη και χωρίς ισχυρή Περιφέρεια, δεν μπορεί να υπάρξει ούτε δημογραφική ανανέωση ούτε πραγματική ανάπτυξη.
Γράφει ο Στρατής Κοκκινέλλης
Φιλόλογος – δημοσιογράφος