Η θέσπιση των δύο νέων Εθνικών Θαλάσσιων Πάρκων στο Ιόνιο και στις Νότιες Κυκλάδες δεν αποτελεί απλώς μια περιβαλλοντική πολιτική απόφαση τόσο της πολιτικής ηγεσίας του ΥΠΕΝ αλλά και του ιδίου του πρωθυπουργού, Κυριάκου Μητσοτάκη, αλλά ένα ιστορικό βήμα για την προστασία των θαλάσσιων οικοσυστημάτων της χώρας μας και για τη διαμόρφωση ενός νέου παραγωγικού και βιώσιμου μοντέλου γαλάζιας ανάπτυξης.
Με έκταση που ξεπερνά τα 27.500 τετραγωνικά χιλιόμετρα, τα δύο νέα πάρκα -το Εθνικό Θαλάσσιο Πάρκο Ιονίου και το Εθνικό Θαλάσσιο Πάρκο Νοτίου Αιγαίου 1- αποτελούν το πιο φιλόδοξο σχέδιο θαλάσσιας προστασίας στην ιστορία της Ελλάδας και από τις μεγαλύτερες θαλάσσιες προστατευόμενες περιοχές σε περιφερειακό επίπεδο. Με τη θεσμοθέτησή τους, η χώρα μας ξεπερνά ήδη τον παγκόσμιο στόχο προστασίας του 30% των θαλασσίων περιοχών μας έως το 2030, εναρμονιζόμενη πλήρως με την ευρωπαϊκή και διεθνή στρατηγική για τη βιοποικιλότητα, και δημιουργεί τις πλέον κατάλληλες περιβαλλοντικές συνθήκες αλλά και συνθήκες διακυβέρνησης, ώστε οι θάλασσές μας να αποκτήσουν πάλι την απαραίτητη ανθεκτικότητα, για να αντιμετωπίσουμε αποτελεσματικά την τριπλή περιβαλλοντική κρίση – την απώλεια της βιοποικιλότητας, την αντιμετώπιση της ρύπανσης, κυρίως από πλαστικά και μικροπλαστικά, και βέβαια την κλιματική κρίση.
Είναι σημαντικό ότι η προστασία και αποκατάσταση των λιβαδιών Ποσειδωνίας και των κοραλλιογενών υφάλων ενισχύει τη δέσμευση άνθρακα και την ανθεκτικότητα των ακτών, συμβάλλοντας στον μετριασμό της κλιματικής αλλαγής, αλλά και στη μείωση του κόστους για την αντιμετώπιση φυσικών κινδύνων. Τα οικοσυστήματα αυτά λειτουργούν ως «πράσινες υποδομές» και ως φυσικά τείχη ενάντια στη διάβρωση και στην απώλεια εδαφών. Σπουδαίος ακόμα στόχος της λειτουργίας τους είναι η διατήρηση της σπάνιας χλωρίδας και πανίδας, η αποκατάσταση των οικοσυστημάτων και η προστασία ειδών όπως η φώκια Μonachusmonachus, οι φυσητήρες, τα δελφίνια και η Carettacaretta και τα σπάνια θαλασσοπούλια μας.
Σύμφωνα και με τη διεθνή εμπειρία, τα θαλάσσια πάρκα δημιουργούν προστιθέμενη αξία και για την εθνική και τις τοπικές οικονομίες. Ενισχύεται ο αλιευτικός τομέας, καθώς οι προστατευμένες περιοχές λειτουργούν ως «φυτώρια» για τα ιχθυαποθέματα. Το φαινόμενο της διάχυσης -δηλαδή η μετανάστευση προνυμφών και ψαριών από τις προστατευόμενες στις γειτονικές περιοχές- εξασφαλίζει μεγαλύτερη απόδοση σε αλιευτικές περιοχές εκτός των πάρκων και συμβάλλει στην εισοδηματική ασφάλεια των παράκτιων αλιέων.
Η δυναμική των πάρκων επεκτείνεται και στον τουριστικό τομέα. Μέσα από την ανάπτυξη του οικοτουρισμού, της περιβαλλοντικής εκπαίδευσης και της ήπιας αναψυχής, δημιουργούνται νέες θέσεις εργασίας και ενισχύεται η τοπική επιχειρηματικότητα. Οι επισκέπτες που αναζητούν αυθεντικές εμπειρίες σε προστατευμένα φυσικά τοπία αποτελούν μια ανερχόμενη κατηγορία τουρισμού που σέβεται το περιβάλλον και διαχέει τα οφέλη του σε τοπικό επίπεδο.
Τα θαλάσσια πάρκα, εν τέλει, προσφέρουν και κάτι ακόμα πιο ουσιαστικό: μια ταυτότητα και έναν λόγο υπερηφάνειας για τους κατοίκους των περιοχών αυτών. Η ανάδειξη του φυσικού και πολιτιστικού αποθέματος, η ενίσχυση της συμμετοχής των τοπικών κοινωνιών στη διαχείριση και η ανάκτηση του αισθήματος του «ανήκειν» σε έναν τόπο με ξεχωριστή παγκόσμια αξία συνιστούν τα θεμέλια για μια κοινωνία βιώσιμη και ενεργή.
Η Ελλάδα αποδεικνύει ότι η προστασία του περιβάλλοντος δεν είναι εμπόδιο αλλά μοχλός ανάπτυξης. Με τα νέα Εθνικά Θαλάσσια Πάρκα, θέτουμε τα θεμέλια για ένα μέλλον στο οποίο η φύση και η «γαλάζια οικονομία» συνυπάρχουν αρμονικά. Ένα μέλλον που χτίζεται με γνώση, εμπνευσμένη ηγεσία και ευθύνη για τις επόμενες γενεές και τα οικοσυστήματα όλου του πλανήτη μας.
Γράφει η Δρ. Διονυσία-Θεοδώρα Αυγερινοπούλου
Πρόεδρος της Ειδικής Μόνιμης Επιτροπής Προστασίας
Περιβάλλοντος της Βουλής, απεσταλμένη του Πρωθυπουργού για τους Ωκεανούς