Η υπόθεση της εταιρείας Μάρμαρα Παυλίδης, η οποία για δεκαετίες είχε ταυτιστεί με την ελληνική εξωστρέφεια και το διεθνές «white marble brand» μεγάλων κατασκευαστικών έργων, βρίσκεται τα τελευταία δύο χρόνια στο επίκεντρο μιας σύνθετης δικαστικής και επιχειρηματικής αντιπαράθεσης, με καταγγελίες που έχουν οδηγήσει στη Δικαιοσύνη και με ερωτήματα που παραμένουν ανοιχτά.
Τον Ιανουάριο του 2023, σύμφωνα με τα στοιχεία που έχουν δημοσιοποιηθεί, η οικογένεια προχώρησε στην πώληση του συνόλου των μετοχών της εταιρείας στο fund ECM Partners, με έδρα την Κύπρο, έναντι συνολικού τιμήματος 266 εκατ. ευρώ — εκ των οποίων τα 252 εκατ. αφορούσαν τη δραστηριότητα μαρμάρων και τα 14 εκατ. θυγατρική εταιρεία στον ενεργειακό τομέα.
Ωστόσο, πέντε μήνες αργότερα, τον Αύγουστο του 2023, ο τότε βασικός μέτοχος και διευθύνων σύμβουλος Χριστόφορος Παυλίδης επαναγόρασε την εταιρεία, καθιστάμενος εκ νέου μοναδικός μέτοχος.
Οι καταγγελίες συγγενών και πρώην μετόχων
Η εξέλιξη αυτή προκάλεσε έντονες αντιδράσεις από αδέλφια και συγγενικά πρόσωπα, τα οποία είχαν συμμετοχή τόσο στο μετοχικό κεφάλαιο όσο και στη διοίκηση της εταιρείας. Σύμφωνα με όσα περιλαμβάνονται στις καταγγελίες που έχουν κατατεθεί, οι συγκεκριμένοι μέτοχοι υποστηρίζουν ότι υπήρξε μεθοδευμένη διαδικασία που είχε ως αποτέλεσμα τον αποκλεισμό τους από την εταιρική δομή.
Στην έγκληση που υπέβαλαν, γίνεται λόγος — μεταξύ άλλων — για ψευδείς παραστάσεις, απόκρυψη κρίσιμων γεωλογικών δεδομένων και αποτίμηση της εταιρείας σε επίπεδα που, κατά τους ίδιους, δεν αντανακλούσαν την πραγματική της αξία. Οι καταγγέλλοντες χαρακτηρίζουν το σχήμα πώλησης και επαναγοράς ως «σχέδιο-μπαμπούσκα», όπως το αποκαλούν οι ίδιοι, υποστηρίζοντας ότι λειτούργησε εις βάρος τους.
Οι ισχυρισμοί αυτοί οδήγησαν στην κατάθεση έγκλησης, την προσφυγή σε ασφαλιστικά μέτρα και, τον Δεκέμβριο του 2023, στη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης, κατόπιν εντολής της εισαγγελικής αρχής, για διερεύνηση ενδεχόμενων ποινικών ευθυνών, μεταξύ των οποίων αναφέρεται η απάτη και η συνέργεια σε απάτη.

Μια προκαταρκτική εξέταση χωρίς ποινική δίωξη
Μέχρι σήμερα, η προκαταρκτική εξέταση δεν έχει οδηγήσει σε άσκηση ποινικής δίωξης ή σε σχηματισμό κατηγορητηρίου. Σύμφωνα με πληροφορίες που έχουν δει το φως της δημοσιότητας, η δικογραφία έχει αλλάξει χειρισμό σε διαφορετικά χρονικά διαστήματα, χωρίς να έχει υπάρξει σαφές χρονοδιάγραμμα ολοκλήρωσης της έρευνας.
Η χρονική αυτή καθυστέρηση έχει προκαλέσει προβληματισμό τόσο στους καταγγέλλοντες όσο και στην τοπική κοινωνία της Δράμας, καθώς η εταιρεία αποτελεί έναν από τους μεγαλύτερους εργοδότες της περιοχής, απασχολώντας εκατοντάδες εργαζομένους.
Όπως επισημαίνουν κύκλοι που παρακολουθούν την υπόθεση, η μακρά διάρκεια της προκαταρκτικής εξέτασης δημιουργεί αβεβαιότητα, χωρίς ωστόσο να προδικάζει οποιαδήποτε δικαστική κατάληξη.

Τα βασικά σημεία που έχουν τεθεί στο μικροσκόπιο
Στο πλαίσιο της υπόθεσης, έχουν αναδειχθεί ορισμένα ζητήματα που, σύμφωνα με τις καταγγελίες, χρήζουν περαιτέρω διερεύνησης:
- Η αποτίμηση της εταιρείας: Σε εκθέσεις που επικαλούνται οι καταγγέλλοντες, η αξία της Μάρμαρα Παυλίδης φέρεται να κυμαίνεται μεταξύ 500 και 600 εκατ. ευρώ, σε αντίθεση με το τίμημα των 266 εκατ. ευρώ που συμφωνήθηκε κατά την πώληση. Οι ίδιοι υποστηρίζουν ότι η απόκλιση αυτή εγείρει ερωτήματα.
- Η ταχεία μεταβίβαση και επαναγορά: Το γεγονός ότι η πώληση και η επαναγορά πραγματοποιήθηκαν μέσα σε διάστημα λίγων μηνών, με αλλαγές στη μετοχική σύνθεση, έχει οδηγήσει τους καταγγέλλοντες να μιλούν για σχήμα εταιρικών χειρισμών που, κατά την άποψή τους, δεν ήταν διαφανές.
- Αναφορές σε ενδεχόμενες ποινικές διαστάσεις: Στις καταγγελίες γίνεται λόγος για ενδεχόμενες πράξεις απάτης και χειραγώγησης, ενώ υπάρχουν και αναφορές σε πιθανές πτυχές που αγγίζουν τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες. Όλα τα παραπάνω τελούν υπό διερεύνηση και δεν έχουν κριθεί δικαστικά.

Επιπτώσεις και θεσμικός προβληματισμός
Η υπόθεση της Μάρμαρα Παυλίδης δεν αφορά μόνο μια οικογενειακή ή επιχειρηματική διαμάχη. Όπως επισημαίνεται από παράγοντες της αγοράς, μια ενδεχόμενη δικαστική εξέλιξη που θα δικαίωνε τους καταγγέλλοντες θα μπορούσε να έχει σημαντικές οικονομικές συνέπειες, με εκτιμήσεις για ζημία που θα μπορούσε να φτάσει τα 200–300 εκατ. ευρώ.
Παράλληλα, η παρατεταμένη εκκρεμότητα εγείρει ευρύτερο προβληματισμό για την εικόνα του ελληνικού επιχειρείν και το επενδυτικό περιβάλλον, ειδικά σε περιπτώσεις μεγάλων βιομηχανικών μονάδων με διεθνή παρουσία.
Σε κάθε περίπτωση, μέχρι την ολοκλήρωση της δικαστικής διερεύνησης, ισχύει πλήρως το τεκμήριο αθωότητας για όλα τα εμπλεκόμενα πρόσωπα, ενώ η τελική κρίση ανήκει αποκλειστικά στη Δικαιοσύνη.












