Ο Δήμος μας το είπε ωραία και ποιητικά: «Φέτος, τα Χριστούγεννα γίνονται παραμύθι» και η μαγεία “κατεβαίνει στους δρόμους”. Σωστό. Κατεβαίνει. Κυρίως στους δρόμους που έχουν βιτρίνα.
Γιατί υπάρχει κι ένα άλλο κείμενο της ίδιας πόλης. Πιο πεζό. Πιο αληθινό. Εκεί που η λέξη “παραμύθι” αντικαθίσταται από τη λέξη «ενίσχυση».
Το split-screen της Θεσσαλονίκης: 420 οικογένειες πήραν και παίρνουν χριστουγεννιάτικα πακέτα από το Κοινωνικό Παντοπωλείο στις 17, 18, 19/12. Και 760 δικαιούχοι της Δομής Παροχής Συσσιτίου πήραν πακέτα στις 16/12, ενώ προβλέπεται και διανομή εορταστικού γεύματος σε πακέτο στις 24/12 και 31/12.
Αυτό είναι το αληθινό χριστουγεννιάτικο ντεκόρ: Από τη μία, “ζήσε το παραμύθι”. Από την άλλη, “ζήσε… με ό,τι έχει”.
Η πόλη δεν είναι υποχρεωμένη να διαλέξει: ή φώτα ή φροντίδα.
Μπορεί να έχει και στολισμούς και κοινωνική πολιτική. Μπορεί να έχει και μουσικές και δομές. Μπορεί – θεωρητικά – να είναι μεγάλος ενήλικας.
Αλλά εμείς έχουμε ένα κλασικό θεσσαλονικιώτικο ταλέντο: λατρεύουμε τη βιτρίνα και ντρεπόμαστε για την αποθήκη.
Μιλάμε με ενθουσιασμό για το “πρόγραμμα εκδηλώσεων” και με ψίθυρους για το ποιοι χρειάζονται στήριξη, λες και η ανάγκη είναι κάτι σαν ανεπιθύμητος συγγενής που “μην τον αναφέρεις τώρα, έχουμε γιορτές”.
Κι αν τολμήσει κάποιος να πει “μήπως να το δούμε αυτό σοβαρά;”, απαντάμε με το αγαπημένο εθνικό νανούρισμα:
“Ε, πάντα έτσι ήταν”.
Όχι. Δεν “ήταν”. Το κάναμε. Και κάθε χρόνο το ξανακάνουμε.
Το παραμύθι δεν είναι ο στολισμός. Αυτό είναι απλώς… στολισμός.
Το πραγματικό παραμύθι είναι να πιστεύεις ότι η φτώχεια είναι “προσωπική υπόθεση” – κάτι σαν κακός χαρακτήρας – και όχι συλλογική ήττα.
Ότι κάποιοι “δεν τα κατάφεραν” και εμείς απλώς “τα καταφέρνουμε”, λες και η ζωή μοιράζει ευκαιρίες με σειρά προτεραιότητας και όχι με τυχαίο αριθμό.
Και κάπου εκεί, το χριστουγεννιάτικο χαμόγελο γίνεται λίγο πιο σφιχτό, γιατί θυμάσαι την αλήθεια: κανείς δεν είναι τόσο μακριά όσο νομίζει από το να χρειαστεί ένα “πακέτο”.
Τα Χριστούγεννα δεν είναι η στιγμή που λάμπει η πόλη. Είναι η στιγμή που φαίνεται αν η πόλη θυμάται. Αν θυμάται τον άνθρωπο στο δίπλα διαμέρισμα. Στη διπλανή πολυκατοικία.
Στη διπλανή στάση. Αν θυμάται ότι η αξιοπρέπεια είναι υποδομή κι όχι στολισμός.
Και αν το “παραμύθι” θέλει πραγματικά να κατέβει στους δρόμους, ας κατέβει εκεί όπου δεν βγάζει φωτογραφίες: εκεί που μια σακούλα με τρόφιμα είναι φως κι όχι απλά «ενίσχυση».
Και, ναι, σε μια πόλη που αγαπά τα λαμπιόνια, αυτό είναι το μόνο φως που αξίζει να φαίνεται από παντού.
του Δημήτρη Δραγώγια











