Η πολιτική σκηνή θυμίζει ξανά εκείνες τις στιγμές όπου όλοι αντιλαμβάνονται ότι κάτι αλλάζει, αλλά κανείς δεν ξέρει προς τα πού. Στο κέντρο αυτής της μετάβασης, ο Κυριάκος Μητσοτάκης βρίσκεται σε ένα από τα δυσκολότερα σταυροδρόμια της διακυβέρνησής του, με πιέσεις που έρχονται πλέον ταυτόχρονα από όλες τις πλευρές.
Από τη μια, ο δεξιός ψηφοφόρος: ο σταθερός, ο παραδοσιακός, αυτός που στήριξε τη Νέα Δημοκρατία στα εύκολα και στα δύσκολα. Κουρασμένος – όπως φάνηκε και στις ευρωεκλογές – και συχνά απογοητευμένος από κυβερνητικές επιλογές σε οικονομία, θεσμούς και κοινωνική πολιτική. Κι όμως, έχει μια σταθερά: όταν νιώσει ότι απειλείται η εξουσία από την Αριστερά, επιστρέφει «σπίτι». Συστρατεύεται υπηρετώντας τη σημαία. Κλείνει τη γκρίνια και ψηφίζει σταθερότητα. Είναι ένα από τα ελάχιστα πολιτικά αντανακλαστικά που εξακολουθεί να λειτουργεί υπέρ του Μητσοτάκη.
Από την άλλη πλευρά στέκεται ο κεντρώος ψηφοφόρος. Εκείνος που έκρινε τις δύο τελευταίες νίκες της ΝΔ, που πίστεψε στο αφήγημα κανονικότητας και μεταρρύθμισης, που ψήφισε κεντροδεξιά για να φύγει ο Τσίπρας. Αυτός όμως δεν ανέχεται εύκολα δεξιόστροφες στροφές, σκληρή μεταναστευτική πολιτική ή συντηρητικά αντανακλαστικά άλλων εποχών. Και, κυρίως, δεν συσπειρώνεται πια απέναντι στον «φόβο της Αριστεράς». Θέλει σοβαρή, σταθερή, χωρίς τακτικισμούς διακυβέρνηση.
Σε αυτό το ήδη απαιτητικό τοπίο επιστρέφουν και οι «παλιοί παίκτες». Όχι για να λύσουν μεταξύ τους παλιούς λογαριασμούς, αλλά με έναν κοινό παρονομαστή: να αποδυναμώσουν τον Μητσοτάκη. Ο Βενιζέλος με το τεχνοκρατικό βάρος του και τις επιρροές στο κέντρο. Ο Καραμανλής με την αθόρυβη αλλά διαρκή επιρροή στο παραταξιακό ακροατήριο. Ο Σαμαράς με τον πιο αιχμηρό λόγο απέναντι στον Πρωθυπουργό. Τρεις διαφορετικοί κόσμοι που για πρώτη φορά κινούνται σχεδόν συντονισμένα, διεκδικώντας ρόλο στη μετα-Μητσοτάκη εποχή.
Και μέσα σε όλα αυτά υπάρχει και ο Αλέξης Τσίπρας. Ο μόνος που έχει αποδείξει ότι μπορεί να ανατρέψει πολιτικούς συσχετισμούς από το πουθενά. Παρά τα εσωτερικά του ζητήματα, παραμένει απρόβλεπτος και επικίνδυνος αντίπαλος. Το ποσοστό του στις επόμενες εκλογές θα κρίνει τον ρόλο του: αυτόνομη δύναμη ή κομβικός παίκτης σε μια συμμαχία με στόχο την επιστροφή στην εξουσία. Και κινείται ήδη σε αυτή την κατεύθυνση, αθόρυβα αλλά μεθοδικά.
Την ίδια στιγμή, η κυβέρνηση καλείται να αντιμετωπίσει τα ρήγματα που ανοίγουν σε κοινωνικές και επαγγελματικές ομάδες.Αγρότες που πιέζονται ασφυκτικά από το κόστος παραγωγής, ταξιτζήδες που νιώθουν ότι η φωνή τους δεν ακούγεται, κλάδοι που βράζουν και αναζητούν διέξοδο. Αυτές οι κρίσεις δεν λύνονται με εξαγγελίες ή υπουργικούς τακτικισμούς. Θέλουν παρουσία, πολιτικό κεφάλαιο και πραγματικές λύσεις.Οχι διαχείριση φθοράς.
Όλα αυτά συνθέτουν μια πολιτική εξίσωση που απαιτεί λεπτές ασκήσεις ισορροπίας. Ο Μητσοτάκης πρέπει να βρει τον τρόπο είτε να διατηρήσει την αυτοδυναμία είτε να διαμορφώσει μια συγκυβέρνηση με ουσιαστικό πολιτικό βάρος, όχι μια κατασκευή ανάγκης.
Οφείλει, όμως, πρώτα να περάσει το μήνυμα στο εσωτερικό έμπρακτα αυτό που συμβαίνει και στο εξωτερικό. Δηλαδή, ότι η Ελλάδα πηγαίνει λαμπρά στο εξωτερικό και το ίδιο μεθοδικά και σε βάθος χρόνου θα είναι αντιληπτό και στο εσωτερικό.
Γράφει ο Στρατής Κοκκινέλλης
Φιλόλογος – δημοσιογράφος











