«Τα τελευταία κρούσματα βίας ανηλίκων είναι ένα ηχηρό καμπανάκι για μια κοινωνία που καλείται να κοιτάξει κατάματα τις ευθύνες της. Αν δεν επενδύσουμε σήμερα στα παιδιά και στη συναισθηματική τους παιδεία, το κόστος αύριο θα είναι πολύ μεγαλύτερο»
![]()
Το πρόσφατο περιστατικό μαχαιρώματος μαθήτριας από συμμαθήτριά της σε Λύκειο ήλθε να προστεθεί σε μια μακρά και ανησυχητική αλυσίδα επεισοδίων βίας μεταξύ ανηλίκων στη χώρα μας. Ένα γεγονός που συγκλόνισε όχι μόνο λόγω της αγριότητάς του, αλλά κυρίως επειδή εκτυλίχθηκε μέσα σε έναν χώρο, που θα έπρεπε να αποτελεί καταφύγιο ασφάλειας, μάθησης και κοινωνικοποίησης: το σχολείο.
Τα τελευταία χρόνια, τα περιστατικά σχολικού εκφοβισμού, σωματικών επιθέσεων, απειλών και πλέον χρήσης όπλων –ακόμη και αυτοσχέδιων– φαίνεται να αυξάνονται τόσο σε συχνότητα όσο και σε ένταση. Αν και η Ελλάδα δεν βρίσκεται στα επίπεδα ακραίας νεανικής βίας άλλων χωρών, οι ειδικοί προειδοποιούν ότι το φαινόμενο έχει πάρει ανησυχητικές διαστάσεις και δεν μπορεί πλέον να αντιμετωπίζεται ως μεμονωμένες «εξαιρέσεις».
Αλλά η βία μεταξύ ανηλίκων δεν περιορίζεται πλέον στο σχολικό προαύλιο. Μεταφέρεται και ενισχύεται στον ψηφιακό κόσμο. Ο διαδικτυακός εκφοβισμός, οι δημόσιες προσβολές, η διαπόμπευση και η διάδοση βίντεο βίας δημιουργούν έναν φαύλο κύκλο. Οι ανήλικοι δράστες συχνά επιδιώκουν την τουψυχολογική πίεση, χωρίς δυνατότητα διαφυγής. Γιατί όμως τόση βία μεταξύ ανηλίκων τα τελευταία χρόνια; Συνοψίζοντας τις απόψεις των ειδικών επιστημόνων μπορεί κανείς να ισχυριστεί ότι ένας από τους βασικούς παράγοντες που συμβάλλουν στην έξαρση της βίας μεταξύ ανηλίκων είναι η έντονη κοινωνική και ψυχολογική πίεση που βιώνουν οι έφηβοι. Ο ανταγωνισμός, η ανάγκη αποδοχής, η σύγκριση μέσω των κοινωνικών δικτύων και η συνεχής έκθεση σε πρότυπα επιτυχίας και δύναμης δημιουργούν ένα εκρηκτικό μείγμα.
Πολλά παιδιά μεγαλώνουν χωρίς σαφή όρια, χωρίς ουσιαστική συναισθηματική στήριξη και χωρίς τα απαραίτητα εργαλεία για να διαχειριστούν τον θυμό, τη ματαίωση και την απόρριψη. Παράλληλα, η οικογένεια –θεμέλιο της κοινωνικοποίησης– συχνά αδυνατεί να ανταποκριθεί στον ρόλο της. Οι γρήγοροι ρυθμοί ζωής, η εργασιακή ανασφάλεια, τα οικονομικά προβλήματα και η έλλειψη χρόνου, αλλά και η αύξηση της ενδοοικογενειακής βίας, η κοινωνική αποστασιοποίηση, οι συνθήκες εγκλεισμού και η έλλειψη επικοινωνίας οδηγούν σε συναισθηματική απομάκρυνση.
Σε αρκετές περιπτώσεις, τα παιδιά μεγαλώνουν με την οθόνη ενός κινητού ή tablet ως βασικό «συνομιλητή», απορροφώντας εικόνες βίας χωρίς φίλτρα. Αν λάβουμε μάλιστα και υπόψη την 10ετή οικονομική κρίση που ξεκίνησε το 2008 και μετέπειτα την έλευση της πανδημίας Covid-19 καταλαβαίνουμε πόσο έχει συμπιεστεί η ελληνική κοινωνία γενικότερα, αλλά και η οικογένεια ειδικότερα. Η πανδημία ανέδειξε τις παθογένειες που υπήρχαν και έφερε ανασφάλεια, μειωμένη ανοχή στη δυσφορία και θυμό στους κόλπους της οικογένειας.
Όλα τα παραπάνω κάνουν πρόδηλη μια κρίση αξιών, που περνάμε και την οποία αντιλαμβάνονται και τα ίδια τα παιδιά. Αν όμως στην οικογένεια «φυτρώνει η ρίζα» της βίαιης συμπεριφοράς των ανηλίκων, το ελληνικό σχολείο καλείται να διαχειριστεί μια πραγματικότητα για την οποία συχνά δεν είναι επαρκώς προετοιμασμένο. Οι εκπαιδευτικοί δεν διαθέτουν πάντα την κατάρτιση ή τα μέσα για να εντοπίσουν έγκαιρα τα σημάδια βίας ή ψυχικής διαταραχής. Οι σχολικοί ψυχολόγοι και κοινωνικοί λειτουργοί δεν επαρκούν, ενώ τα προγράμματα πρόληψης εφαρμόζονται αποσπασματικά.
Αλλά η αντιμετώπιση της βίας μεταξύ ανηλίκων, επισημαίνουν οι ειδικοί επιστήμονες, δεν μπορεί να βασίζεται αποκλειστικά στην καταστολή ή στην αυστηροποίηση των ποινών. Απαιτείται μια ολιστική προσέγγιση που θα ξεκινά από την πρόληψη. Ενίσχυση της ψυχικής υγείας στα σχολεία, εκπαίδευση γονέων, καλλιέργεια ενσυναίσθησης και διαλόγου, καθώς και υπεύθυνη χρήση των κοινωνικών δικτύων, είναι μερικά από τα αναγκαία βήματα.
Και δεν είναι απλώς ένα ακόμη αστυνομικό δελτίο το μαχαίρωμα μιας μαθήτριας από συμμαθήτριά της. Ούτε η δράση «συμμοριών» ανηλίκων σε πλατείες η και σχολικές αίθουσες. Ούτε η άρνηση ή η βίαιη αντίδραση εφήβων σε αστυνομικούς ελέγχους. Είναι ένα ηχηρό καμπανάκι για μια κοινωνία που καλείται να κοιτάξει κατάματα τις ευθύνες της. Αν δεν επενδύσουμε σήμερα στα παιδιά και στη συναισθηματική τους παιδεία, το κόστος αύριο θα είναι πολύ μεγαλύτερο.
Τι επισημαίνει ο Δρ. Θάνος Ασκητής
«Η συνεργασία γονέων και εκπαιδευτικής κοινότητας αλλά και των γονέων με τα παιδιά τους κρίνεται σκόπιμη όχι μόνο για την αντιμετώπιση των φαινομένων βίαιης συμπεριφοράς από τα παιδιά αλλά κυρίως για την πρόληψη τους. Οι γονείς θα πρέπει να ενημερώνονται από το σχολείο για την συμπεριφορά των παιδιών, να ασχολούνται μαζί τους, κάνοντας διάλογο, να τα οριοθετούν, αλλά και να τα ενισχύουν και να ικανοποιούν τις συναισθηματικές τους ανάγκες»












