Με ψυχραιμία αλλά και στρατηγική επαγρύπνηση, παρακολουθεί το Μέγαρο Μαξίμου τις τελευταίες εξελίξεις γύρω από την πιθανή δημιουργία νέου κόμματος υπό την ηγεσία της Μαρίας Καρυστιανού.
- Της Άννας Καραβοκύρη
Στο στενό περιβάλλον του πρωθυπουργού, η συζήτηση δεν περιορίζεται στο ερώτημα αν το εγχείρημα θα μετουσιωθεί σε πραγματικό κομματικό φορέα, αλλά επικεντρώνεται κυρίως στα ποιοτικά χαρακτηριστικά δηλαδή στο τι αποκαλύπτουν οι μετρήσεις για τις κοινωνικές ανησυχίες, τη δυσαρέσκεια των πολιτών και τη δυναμική της πολιτικής ανανέωσης. Γενικότερα, εστιάζουν στην λεγόμενη «αντισυστημική» ψήφο που αντλεί υποστήριξη κυρίως από πολίτες που δηλώνουν αναποφάσιστοι ή αποστασιοποιημένοι, χωρίς όμως να απειλεί τον πυρήνα της εκλογικής βάσης της Νέας Δημοκρατίας. Υπο αυτές τις συνθήκες, η δυναμική ενός νέου κόμματος φαίνεται να επηρεάζει περισσότερο τον χώρο της αντιπολίτευσης, και ιδίως την κεντροαριστερά, γεγονός που στο Μαξίμου εκτιμάται ως ένδειξη της κοινωνικής αναζήτησης νέων φωνών παρά ως πραγματική εκλογική απειλή.
«Σύμπτωμα» και όχι εναλλακτική πρόταση
Επίσης, στο κυβερνητικό επιτελείο επικρατεί η εκτίμηση ότι το φαινόμενο Καρυστιανού αποτελεί περισσότερο σύμπτωμα κοινωνικής κόπωσης και πολιτικής δυσπιστίας κάτι που σημαίνει πως αν η κυβέρνηση δείξει τα κατάλληλα «αντανακλαστικά» μπορεί να μειώσει την επιρροή του. Όπως αναφέρει κορυφαίο στέλεχος, «η κοινωνία ζητά απτά αποτελέσματα και πειστικές απαντήσεις, και η κυβέρνηση εργάζεται καθημερινά για να διασφαλίσει την αξιοπιστία της σε κρίσιμους τομείς». Επίσης, από το Μέγαρο Μαξίμου επισημαίνουν το γεγονός ότι το πιθανό κόμμα Καρυστιανού δεν διαθέτει ακόμη οργανωμένο στελεχιακό δυναμικό ούτε ολοκληρωμένο πρόγραμμα, στοιχεία που περιορίζουν την πραγματική του δυναμική. Πιο απλά, δεν διαθέτει «κυβερνησιμότητα» και δεν θα μπορέσει εύκολα να δημιουργήσει κυβερνητικό πρόγραμμα. Από την κυβέρνηση εκτιμούν ότι αν τελικά δημιουργηθεί ένα νέο κόμμα αυτό σταθερά θα αποτελεί μια υπενθύμιση των κοινωνικών προσδοκιών και όχι μια ουσιαστική απειλή. Υπο αυτά τα δεδομένα, η ΝΔ θα έχει την ευκαιρία να προβάλλει την ανάγκη σταθερότητας κι αποτελεσματικότητας του κυβερνητικού έργου.
Τι δείχνουν οι μετρήσεις
Η πρόθεση ψήφου για ένα ενδεχόμενο κόμμα υπό την ηγεσία της Μαρίας Καρυστιανού καταγράφεται ως ένα από τα πιο ενδιαφέροντα στοιχεία στις πρόσφατες δημοσκοπήσεις, υποδηλώνοντας ότι το πολιτικό σκηνικό είναι σε φάση ρήξης και αναδιαμόρφωσης.
Στη δημοσκόπηση της MRB, η Νέα Δημοκρατία παραμένει πρώτη με 22,6% στην πρόθεση ψήφου, ενώ σημαντικό 22,5% των πολιτών ανήκει στην αδιευκρίνιστη ψήφο, αφήνοντας περιθώρια για νέα πολιτικά εγχειρήματα να εκμεταλλευτούν αυτή τη ρευστότητα.
Παράλληλα, ένα ενδεχόμενο κόμμα που θα συνδέεται με την Καρυστιανού εμφανίζει δυναμική που ξεπερνά τη συνηθισμένη απήχηση νέων σχημάτων: περίπου το 31,8% των ερωτηθέντων δήλωσε ότι θα ψήφιζε ένα κόμμα υπό την Καρυστιανού, ενισχύοντας τη συζήτηση περί πιθανής αναδιάταξης του αντιπολιτευτικού χώρου.
Οι τάσεις αυτές, σε συνδυασμό με παλαιότερα ευρήματα που δείχνουν ότι δύο στους τρεις πολίτες επιθυμούν νέα κόμματα και ότι η Καρυστιανού συγκεντρώνει μεγαλύτερη προτίμηση από άλλους υποψήφιους για νέα πολιτική κίνηση, αποτυπώνουν ένα κοινωνικό αίτημα για ανανέωση του πολιτικού σκηνικού.
Η υψηλή αναγνωρισιμότητα της Μ. Καρυστιανού και η κοινωνική αποδοχή της δημιουργούν μια «δεξαμενή» ψήφων που σήμερα καταγράφεται στην αδιευκρίνιστη ψήφο, η οποία φτάνει σε διψήφια ποσοστά στις περισσότερες έρευνες. Παράλληλα, οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι η Νέα Δημοκρατία διατηρεί τον πυρήνα της εκλογικής της βάσης, ενώ η δυναμική ενός νέου κόμματος θα επηρεάσει περισσότερο τον χώρο της αντιπολίτευσης, ενισχύοντας τη ρευστότητα και την ανάγκη αναπροσαρμογής της πολιτικής ατζέντας. Συνολικά, οι τάσεις δείχνουν ότι η είσοδος ενός κόμματος Καρυστιανού δεν θα αλλάξει άμεσα τις συσπειρώσεις, αλλά μπορεί να αναδιατάξει τις ισορροπίες στην κεντροαριστερά, να ενισχύσει τις φωνές της κοινωνικής δυσαρέσκειας και να δημιουργήσει νέες προκλήσεις για τα παραδοσιακά κόμματα ενόψει των επόμενων εκλογών. Ωστόσο η ίδια έχει κάνει σαφές ότι είναι αποφασισμένη να παραμείνει ενεργή στην πολιτική σφαίρα και να συμμετάσχει στην πρώτη γραμμή ενός νέου σχηματισμού, απορρίπτοντας συνεργασίες με το παραδοσιακό πολιτικό προσωπικό.












