Σε μαζική «παύση» ληξιπρόθεσμων οφειλών που λιμνάζουν επί δεκαετίες στα αρχεία των εφοριών και των τελωνείω προχωρά η Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων (ΑΑΔΕ), με στόχο να αποτυπωθεί με ακρίβεια το πραγματικό μέγεθος των εισπράξιμων χρεών του Δημοσίου. Πρόκειται για οφειλές επιχειρήσεων που έχουν κηρύξει πτώχευση, για χρέη φορολογουμένων που έχουν αποβιώσει χωρίς περιουσιακά στοιχεία, αλλά και για υποθέσεις όπου, παρά τις επανειλημμένες προσπάθειες, δεν υπάρχουν πλέον διαθέσιμα μέσα για την αναγκαστική είσπραξη.
της Αμαλία Κάτζου
Στο πλαίσιο του σχεδιασμού, η ΑΑΔΕ θα χαρακτηρίσει ως «ανεπίδεκτα είσπραξης» επιπλέον ποσό περίπου 10 δισ. ευρώ, εκ των οποίων τα 9,8 δισ. ευρώ αντιστοιχούν σε οφειλές άνω του 1,5 εκατ. ευρώ. Αυτές οι οφειλές, παρά τις πολύχρονες ενέργειες των υπηρεσιών, παραμένουν αδιάθετες και η αναγκαστική είσπραξή τους έχει καταστεί πρακτικά αδύνατη. Η κίνηση αποσκοπεί όχι στην «χαλάρωση» των απαιτήσεων του Δημοσίου, αλλά στην καθαρή αποτύπωση των εκκρεμοτήτων και στην εξαγωγή πολιτικών αποφάσεων βασισμένων σε ρεαλιστικά δεδομένα.
Τα κριτήρια
Η νομοθεσία προβλέπει σαφή κριτήρια για τον χαρακτηρισμό μιας οφειλής ως ανεπίδεκτης είσπραξης. Πρωτίστως, πρέπει να έχουν ολοκληρωθεί οι έρευνες με τα διαθέσιμα ηλεκτρονικά μέσα της φορολογικής διοίκησης και να μην έχει εντοπιστεί περιουσία του οφειλέτη ή των συνυπόχρεων. Επίσης απαιτείται να έχει εκτιμηθεί ότι έχει λάβει χώρα εκποίηση περιουσιακών στοιχείων ή ότι έχει περατωθεί, χωρίς αποτέλεσμα, η διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης. Η ύπαρξη μίσθωσης τραπεζικής θυρίδας, για παράδειγμα, δεν αποκλείει τον χαρακτηρισμό ως ανεπίδεκτης, εφόσον έχει ήδη επιβληθεί κατάσχεση.
Επιπλέον, όπου υπάρχουν νομικές προϋποθέσεις, πρέπει να έχει υποβληθεί αίτηση ποινικής δίωξης, ή να έχει διαπιστωθεί ότι η υποβολή της δεν είναι δυνατή. Κεντρική προϋπόθεση είναι επίσης η έκδοση ειδικά αιτιολογημένης έκθεσης από ρυθμισμένο ελεγκτή της ΑΑΔΕ που βεβαιώνει ότι η είσπραξη είναι αντικειμενικά αδύνατη.
Τον τελευταίο χρόνο προστέθηκαν και νέα κριτήρια τα οποία διευκολύνουν την απογραφή και τον καθαρισμό των αρχείων. Ένα από τα βασικά κριτήρια αφορά την αξία των ακινήτων: αν η συνολική αξία κυριότητας και των εμπράγματων δικαιωμάτων επί ακινήτων του οφειλέτη και των συνυπόχρεων δεν υπερβαίνει το 5% του ύψους της οφειλής και σε κάθε περίπτωση τα 100.000 ευρώ, τότε η οφειλή μπορεί να χαρακτηριστεί ανεπίδεκτη. Αν η αξία υπερβαίνει τα 100.000 ευρώ, τότε ως ανεπίδεκτο θεωρείται το ποσό που απομένει μετά την αφαίρεση του διπλάσιου της αξίας αυτών των ακινήτων.
Ανάλογοι κανόνες ισχύουν και για την κινητή περιουσία: αν η συνολική αξία είναι ιδιαίτερα μικρή σε σχέση με το χρέος και δεν υπερβαίνει τα 30.000 ευρώ, τότε η οφειλή δύναται να χαρακτηριστεί ανεπίδεκτη. Σε περιπτώσεις όπου η κινητή περιουσία υπερβαίνει το όριο, ισχύει μειωτικό κριτήριο με αφαίρεση διπλάσιου της αξίας της κινητής περιουσίας από το συνολικό χρέος.
Σημαντικό κριτήριο είναι επίσης το χρονικό πέρασμα. Αν έχουν παρέλθει τουλάχιστον δέκα έτη από την υπαγωγή μιας επιχείρησης σε ειδική εκκαθάριση ή από τη λύση του νομικού προσώπου και η τρέχουσα αξία του ενεργητικού υπό εκκαθάριση είναι ιδιαίτερα μικρή σε σχέση με την οφειλή, τότε αυτή μπορεί να θεωρηθεί ανεπίδεκτη. Με αυτόν τον τρόπο η φορολογική διοίκηση επιδιώκει να απαλλαγεί από παρωχημένες απαιτήσεις που αλλιώς θα παρέμεναν αιώνια στα βιβλία.
Ειδική μνεία γίνεται για τις περιπτώσεις θανάτου οφειλετών. Αν ο οφειλέτης απεβίωσε χωρίς να καταλείψει περιουσιακά στοιχεία και οι κληρονόμοι — σύζυγος, τέκνα ή εκ διαθήκης κληρονόμοι — έχουν αποποιηθεί την κληρονομιά, τότε το χρέος μπορεί να χαρακτηριστεί ανεπίδεκτο είσπραξης.
Αξιωματούχοι της ΑΑΔΕ αναφέρουν ότι η ενέργεια αυτή θα βελτιώσει την ποιότητα των φορολογικών δεδομένων και θα επιτρέψει στο Δημόσιο να επικεντρώσει τους πόρους του σε οφειλές με πραγματικές πιθανότητες ανακτήσιμου εισοδήματος. Παράλληλα, προειδοποιούν ότι ο χαρακτηρισμός ως ανεπίδεκτης δεν συνιστά διαγραφή του χρέους· διατηρούνται οι φορολογικές απαιτήσεις, αλλά το Δημόσιο αναγνωρίζει πρακτικά ότι δεν είναι δυνατή η είσπραξή τους με τα υπάρχοντα μέσα.
Η αναδιάταξη των αρχείων και η «θέση στο ψυγείο» χιλιάδων παλαιών οφειλών αποτελεί, σύμφωνα με αναλυτές, αναγκαίο βήμα για τη διαφάνεια και την αποδοτικότητα της φοροεισπρακτικής πολιτικής, ενώ ανοίγει και τον δρόμο για στοχευμένες παρεμβάσεις και νομοθετικές πρωτοβουλίες στο μέλλον.












