Η Ελλάδα έχει αναπτύξει μια περίεργη συνήθεια: δεν παράγει πολιτική, παράγει σενάρια κάστινγκ. Κι όταν ένα πρόσωπο αποκτά δημόσιο βάρος, όχι από κομματική καριέρα, αλλά από μια υπόθεση που πονάει, το σύστημα το κοιτάει σαν να βλέπει νέο brand: «Παίζει να το κατεβάσουμε; Πόσο γράφει; Τι ποσοστό σηκώνει;».
Κάπως έτσι, οι φήμες για πιθανή κάθοδο της Μαρίας Καρυστιανού στην πολιτική έγιναν πολιτικό κουτσομπολιό με γραβάτα. Η ίδια, σε διάφορες τοποθετήσεις, δεν έχει ανακοινώσει “ίδρυση κόμματος” και έχει κατά καιρούς διαψεύσει σχετικές αναφορές, αλλά επίσης δεν έχει αποκλείσει ενεργή πολιτική εμπλοκή, λέγοντας ότι θα είναι «στην πρώτη γραμμή» αν χρειαστεί.
Και μόνο αυτό αρκεί για να προκαλέσει τρέμουλο στο πολιτικό θερμόμετρο. Γιατί, αν κατέβει, δεν θα κατέβει σαν «άλλη μια αρχηγός». Θα κατέβει σαν κάτι πολύ πιο ενοχλητικό για το σύστημα: σαν ζωντανή υπενθύμιση ότι η κοινωνία έχει τραύματα που δεν έκλεισαν. Η Καρυστιανού είναι πρόεδρος συλλόγου που εκπροσωπεί οικογένειες θυμάτων της τραγωδίας των Τεμπών, συμβολίζει (είτε συμφωνεί κανείς είτε όχι με κάθε της λέξη) μια απαίτηση για λογοδοσία που δεν χωράει εύκολα σε τηλεπαράθυρα.
Το “αντι-πολιτικό” που γίνεται πολιτικό
Εδώ είναι το ελληνικό παράδοξο: οι πολίτες σιχαίνονται την πολιτική όπως είναι, αλλά όταν εμφανίζεται μια φιγούρα έξω από αυτήν, την παρακαλάνε να μπει μέσα. Σαν να λες: «Το σπίτι μου έχει μούχλα, φέρε έναν άνθρωπο απ’ έξω να κοιμηθεί στο κρεβάτι μου, μήπως και καθαρίσει ο τοίχος».
Η Καρυστιανού δεν είναι influencer, δεν είναι «κομήτης TikTok», δεν είναι lifestyle προϊόν. Κι ίσως αυτό ακριβώς την κάνει επικίνδυνη για τους επαγγελματίες της πολιτικής: γιατί δεν χρωστάει την αναγνωρισιμότητά της σε μηχανισμούς, αλλά σε μια ηθική οργή που πολλοί νιώθουν ότι τους εκπροσωπεί.
Δεν είναι τυχαίο ότι δημοσιεύματα και αναλύσεις καταγράφουν εντυπωσιακές “δυνητικές” επιδόσεις σε σενάρια δημοσκοπήσεων για «κόμμα Καρυστιανού», με ποσοστά που θα την έφερναν πολύ ψηλά, ενώ άλλες πηγές σημειώνουν ότι η ίδια απορρίπτει τη σεναριολογία.
Να το πούμε απλά: όταν μια κοινωνία φτάνει να “μετράει” έτσι ένα πρόσωπο που δεν έχει καν κατέβει, δεν είναι επειδή βρήκε σωτήρα. Είναι επειδή δεν εμπιστεύεται κανέναν από τους υπάρχοντες.
Αν μπει στην πολιτική, θα μπει κουβαλώντας ένα κεφάλαιο που δεν γράφεται εύκολα: την απαίτηση για δικαιοσύνη, διαφάνεια, κράτος που λειτουργεί. Η ίδια έχει μιλήσει για ανάγκη ενός κινήματος πολιτών και έχει αφήσει ανοιχτό το αν θα “βγει μπροστά” σε αυτό.
Όμως εδώ έρχεται η ελληνική παγίδα, η κλασική: το σύστημα έχει δύο τρόπους να “αφοπλίζει” τέτοιες φιγούρες.
- Να τις αγιοποιεί τόσο, που στο πρώτο λάθος να τις κατασπαράζει.
- Να τις κομματικοποιεί τόσο, που να χάσουν αυτό που τις έκανε ισχυρές: την αίσθηση ότι είναι “από εμάς”.
Και τα δύο είναι αποτελεσματικά. Γιατί η πολιτική δεν σκοτώνει πάντα με σφαίρα· πολλές φορές σκοτώνει με γραφειοκρατία, με παραγοντισμό, με «έλα να το δούμε μετά τις γιορτές», με εκείνο το μακρύ τραπέζι που καταπίνει αργά-αργά τις προθέσεις.
Η Καρυστιανού, αν κατέβει, θα βρεθεί μπροστά σε μια άβολη αλήθεια: άλλο το να είσαι φωνή και άλλο το να είσαι πρόγραμμα. Η πολιτική – η πραγματική – θέλει σχέδιο για: θεσμούς και ανεξαρτησία δικαιοσύνης, ασφάλεια μεταφορών, εποπτεία, στελέχωση, διαφθορά, διοίκηση, ευθύνη και το πιο δύσκολο: μηχανισμό υλοποίησης.
Αν δεν υπάρξουν αυτά, ο κίνδυνος είναι να συμβεί το πιο ελληνικό πράγμα του κόσμου: μια ηθική κραυγή να μετατραπεί σε ακόμη μία κοινοβουλευτική ρουτίνα. Να μπει “για να αλλάξει τα πάντα” και να καταλήξει να παλεύει για ερωτήσεις στη Βουλή και πέντε λεπτά σε πάνελ.
Αν τελικά δεν κατέβει, η συζήτηση από μόνη της είναι ήδη καταδικαστική για το σημερινό πολιτικό τοπίο. Δείχνει πόσο χαμηλά είναι ο πήχης εμπιστοσύνης. Δείχνει ότι τα κόμματα, αντί να πείσουν με ιδέες και σοβαρότητα, έχουν αφήσει χώρο σε μια νέα μορφή πολιτικής: την πολιτική της αξιοπρέπειας ως τελευταίας ύλης.
Αν κατέβει, δεν θα είναι η “νέα μόδα”. Θα είναι το σύμπτωμα ότι η χώρα ζει μια εποχή όπου οι πολίτες δεν ζητούν πια «χαρισματικούς», αλλά ζητούν λογοδοσία. Κι αυτό δεν είναι trend. Είναι σεισμική δόνηση.
Το μόνο βέβαιο είναι ότι, είτε κατέβει είτε όχι, το ελληνικό σύστημα δεν θα γλιτώσει το ερώτημα που σέρνεται από πίσω της σαν σκιά:
Ποιος πληρώνει όταν το κράτος αποτυγχάνει; Και ποιος λογοδοτεί όταν η ζωή γίνεται στατιστική;
του Δημήτρη Δραγώγια










