Σχεδόν ένα εκατομμύριο παιδιά κάτω των πέντε ετών χάνουν τη ζωή τους κάθε χρόνο εξαιτίας προβλημάτων υγείας που σχετίζονται με την ανεπαρκή ανάπτυξη, σύμφωνα με νέα έρευνα του «Institute for Health Metrics and Evaluation» της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου της Ουάσινγκτον, η οποία δημοσιεύθηκε στο περιοδικό The Lancet Child & Adolescent Health.
Η ανεπαρκής ανάπτυξη στα πρώτα στάδια της ζωής αποτελεί ένδειξη ότι τα μωρά γεννήθηκαν πολύ μικρά ή πρόωρα, ενώ σε μεγαλύτερη ηλικία συνδέεται με κακή διατροφή, επαναλαμβανόμενες λοιμώξεις και άλλους επιβαρυντικούς παράγοντες.
Οι θάνατοι παιδιών που σχετίζονται με την καθυστέρηση ανάπτυξης μειώθηκαν εντυπωσιακά τις τελευταίες δύο δεκαετίες — από 2,75 εκατομμύρια το 2000 σε 880.000 το 2023. Ωστόσο, η υποσαχάρια Αφρική (618.000 θάνατοι) και η Νότια Ασία (165.000) παραμένουν οι πλέον πληττόμενες περιοχές. Η ανεπαρκής ανάπτυξη αποτελεί πλέον τον τρίτο σημαντικότερο παράγοντα κινδύνου για παιδιά κάτω των πέντε ετών παγκοσμίως.
Σύμφωνα με τη μελέτη, το χαμηλό βάρος ευθύνεται για το 12% των θανάτων παιδιών κάτω των πέντε ετών, ο οξύς υποσιτισμός για το 9% και η ραχίτιδα —η καθυστέρηση ανάπτυξης λόγω χρόνιου υποσιτισμού— για το 8%. Οι ερευνητές προειδοποιούν ότι ο πραγματικός αριθμός παιδιών με ραχίτιδα είναι πιθανότατα μεγαλύτερος από ό,τι είχε εκτιμηθεί.
Η ανεπαρκής ανάπτυξη αυξάνει δραματικά την ευαλωτότητα σε σοβαρές ασθένειες. Σχεδόν 800.000 θάνατοι παιδιών συνδέθηκαν με λοιμώξεις του κατώτερου αναπνευστικού, διάρροια, ελονοσία και ιλαρά. Στην υποσαχάρια Αφρική, το 77% των θανάτων από διάρροια και το 65% από αναπνευστικές λοιμώξεις οφείλονταν σε ανεπαρκή ανάπτυξη — αντίστοιχα ποσοστά 79% και 53% καταγράφηκαν στη Νότια Ασία.
Η μελέτη καταλήγει ότι τα περισσότερα παιδιά με καθυστέρηση ανάπτυξης εμφανίζουν τα πρώτα σημάδια μέσα στους τρεις πρώτους μήνες της ζωής τους, υπογραμμίζοντας την ανάγκη για έγκαιρες παρεμβάσεις πριν και κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης.












