Το βράδυ της περασμένης Πέμπτης, ο Κωνσταντίνος Καρέτσας έκανε ξανά την ποδοσφαιρική Ευρώπη να μιλάει για εκείνον. Το «μαγικό» γκολ που σημείωσε με τη Γκενκ απέναντι στη Βασιλεία για το Europa League —ένα άψογο τελείωμα στο παραθυράκι της εστίας— αποτέλεσε ακόμα μια απόδειξη του σπάνιου ταλέντου του.
Ο 18χρονος Έλληνας μεσοεπιθετικός βρίσκεται εδώ και καιρό στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος της ευρωπαϊκής ποδοσφαιρικής ελίτ. Δεν είναι τυχαίο ότι το έγκυρο The Athletic επέλεξε να φιλοξενήσει την πρώτη του μεγάλη συνέντευξη.
Σε αυτήν, ο Καρέτσας επαναλαμβάνει ότι διάλεξε την Εθνική Ελλάδας «γιατί έτσι του έλεγε η καρδιά του», ενώ αποκαλύπτει πως το καλοκαίρι του 2026 —ή το αμέσως επόμενο— θα αποχωρήσει από τη Γκενκ με σκοπό να συνεχίσει την καριέρα του σε ένα από τα κορυφαία πρωταθλήματα της Ευρώπης.
Αναλυτικά η συνέντευξη του Έλληνα άσου:
Κάποιο συγκεκριμένο πρωτάθλημα; «Δεν έχω προτίμηση», απαντά. «Με τη σωστή νοοτροπία, μπορώ να τα καταφέρω παντού. Αν έπρεπε να διαλέξω, ίσως τη La Liga — αλλά θα πήγαινα οπουδήποτε, σε οποιονδήποτε μεγάλο σύλλογο. Εξαρτάται από τις επιλογές που θα υπάρχουν».
Πριν τη συνέντευξη, είχε ήδη έξι ασίστ στα τελευταία τέσσερα παιχνίδια του — νούμερα εφικτά, όπως λέει, λόγω μιας σημαντικής αλλαγής νοοτροπίας τους τελευταίους μήνες. Αφότου μπήκε στην πρώτη ομάδα της Γκενκ στα 15 του, βρέθηκε για λίγο ξανά στον πάγκο πέρσι.
«Απλώς άλλαξα τη νοοτροπία μου», λέει. «Από το να είμαι εντάξει με το να είμαι “μέτριος”, πήγα στο να θέλω να είμαι ο καλύτερος. Είναι μια τεράστια αλλαγή. Μίλησα πολύ με τους γονείς μου και με τον Ντέβον Μέες (επικεφαλής φυσικής κατάστασης της Γκενκ) και τον βοηθό Μισέλ Ριμπέιρο. Τον ξέρω μια ζωή. Μου μίλησαν για δύσκολες στιγμές και πώς τις ξεπέρασαν».
«Υπάρχει πάντα τόσος θόρυβος γύρω από έναν νεαρό παίκτη. Πρέπει να τον αποκλείσεις και να μείνεις συγκεντρωμένος στο ποιος θες να γίνεις. Εμπνέομαι από τον Μάικλ Τζόρνταν. Δεν λέω ότι θα κάνω ό,τι έκανε — σχεδόν αδύνατο — αλλά η αρχή είναι να προσπαθείς να είσαι καλύτερος κάθε μέρα. Είμαι εμμονικός με αυτό».
Για συναισθηματική αντοχή: «Στο ποδόσφαιρο ίσως έχεις 60% κακές στιγμές και 40% καλές. Αλλά οι καλές είναι ασύγκριτες. Γι’ αυτό στις κακές πρέπει απλώς να συνεχίζεις».
Για την ισορροπία στη ζωή: «Προσπαθώ να ξεχωρίζω τη ζωή από το ποδόσφαιρο. Θα δω τα μεγάλα παιχνίδια, αλλά δεν θα περάσω όλη μέρα έτσι. Πρέπει να σκέφτεσαι και άλλα πράγματα. Αλλιώς θα τρελαθείς».
Οι γονείς του, ελληνικής καταγωγής που μετανάστευσαν στο Βέλγιο για να δουλέψουν στα ανθρακωρυχεία του Γκενκ, του έμαθαν να μένει «προσγειωμένος». Ο πατέρας του δούλεψε πρώτα σε οικοδομές και έπειτα έγινε υπεύθυνος ομάδας σε εταιρεία εγκαταστάσεων υγειονομικού υλικού. Η μητέρα του εργαζόταν πολλές ώρες σε γραφείο.
«Έκαναν πολλές θυσίες», λέει. «Ο πατέρας μου ήταν καλός παίκτης, αλλά σταμάτησε για μένα και τον αδερφό μου. Είχα τρομερή παιδική ηλικία και είμαι ευγνώμων».
Ο μικρός αδερφός του, Γιώργος, είναι επίσης στις ακαδημίες της Γκενκ. «Είναι πιο δυνατός, πιο γρήγορος από μένα όταν ήμουν 12. Ελπίζω να γίνει καλύτερος. Δεν θα ζηλέψω ποτέ».
Γιατί επέλεξε Ελλάδα: Παρότι το Βέλγιο τον θεωρούσε κορυφαίο της ηλικίας του, η καρδιά του ήταν στην Ελλάδα. Είδε εκπροσώπους της ΕΠΟ — Παπαδόπουλο, Τοροσίδη, Σαλπιγγίδη — να έρχονται στο Βέλγιο, αλλά, όπως λέει, «είχα ήδη αποφασίσει. Κάθε φορά που έπαιζα για το Βέλγιο ένιωθα τιμή. Αλλά υπήρχε μια περίεργη αίσθηση, γιατί ένιωθα πιο Έλληνας. Η απόφαση ήταν της καρδιάς».
Ανήκει πλέον σε μια ταλαντούχα γενιά: Κωνσταντέλιας, Μουζάκιτης, Κωστούλας, Τζήμας.
Για τη σωματική του εξέλιξη: Στο Βέλγιο συμμετείχε στο πρόγραμμα «Futures», όπου συγκεντρώνονται οι «αργοπορημένοι» σωματικά παίκτες για να αντιμετωπίζουν κατάλληλο ανταγωνισμό. «Δεν ήμουν δυνατός ούτε γρήγορος. Ήμουν ακόμα μικρός. Αλλά τεχνικά όλοι ήξεραν. Το πρόγραμμα ήταν τέλειο για μένα».
Έχει ήδη βελτιώσει και το τελικό προϊόν του παιχνιδιού του — 7 ασίστ φέτος και εξαιρετικοί δείκτες δημιουργίας φάσεων, στα επίπεδα Σαβίνιο και Σάκα.
Για το ότι δεν σταμάτησε ποτέ να ντριμπλάρει: «Από τότε που μπορούσα να περπατήσω, είχα την μπάλα στα πόδια μου. Και ο πατέρας μου ενθάρρυνε τη ντρίμπλα — ήξερε ότι αυτοί είναι οι πιο ξεχωριστοί παίκτες».
«Πολλοί προπονητές μου έλεγαν να σταματήσω να ντριμπλάρω. Ο πατέρας μου είπε: “Ποτέ μην σταματήσεις”. Και δεν σταμάτησα. «Αν δεν σου βγει τρεις φορές, αλλά την τέταρτη σκοράρει η ομάδα, κανείς δεν θα θυμάται τις προηγούμενες. «Υπάρχει πολύ… ρομποτικό ποδόσφαιρο σήμερα. Δεν αντέχω να το βλέπω. Πρέπει να είσαι δημιουργικός. Αυτό είναι το ωραίο».












