Η πρόσφατη εμφάνιση του Νίκου Ανδρουλάκη στη Βουλή, με αφορμή τις αναφορές στο όνομα του Γιώργου Ξυλούρη, άφησε πίσω της κάτι πολύ βαρύτερο από μια ακόμη οξυμμένη αντιπαράθεση.
του Χρήστου Μυτιλινιού
Κατέδειξε μια συνειδητή επιλογή πολιτικής τακτικής από την πλευρά του προέδρου του ΠΑΣΟΚ: την ευθεία προσχώρηση στη λογική της λάσπης και των ψευδών προσωπικών στοχεύσεων, ακόμη κι όταν τα ίδια τα στοιχεία που ο ίδιος επικαλείται τον διαψεύδουν.
Ο κ. Ανδρουλάκης ισχυρίστηκε, πρώτα σε συνέντευξή του και στη συνέχεια από το βήμα της Βουλής, ότι ο κ. Ξυλούρης είναι «κουμπάρος του Πρωθυπουργού». Για να «τεκμηριώσει» τον ισχυρισμό του, κατέθεσε στα πρακτικά ένα παλιό δημοσίευμα εφημερίδας. Μόνο που από την ανάγνωση του εγγράφου προέκυπτε ακριβώς το αντίθετο:
ο γάμος στον οποίο αναφερόταν το δημοσίευμα ήταν προ 20ετίας, αφορούσε συγγενικό πρόσωπο του κ. Ξυλούρη και κουμπάρος ήταν ο αείμνηστος Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, όχι ο σημερινός Πρωθυπουργός.
Με άλλα λόγια, ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ χρησιμοποίησε μια ανακριβή αναφορά για να στήσει ένα προσωπικό αφήγημα σπίλωσης, το οποίο κατέρρευσε από τα ίδια τα χαρτιά που κατέθεσε.
Από την πολιτική κριτική στη χυδαία συκοφαντία
Η κυβέρνηση, δια του κυβερνητικού εκπροσώπου και κορυφαίων στελεχών της, είχε ήδη καλέσει εδώ και καιρό τον κ. Ανδρουλάκη να ανασκευάσει τη δήλωσή του, τονίζοντας ότι ο ισχυρισμός περί «κουμπάρου» είναι απολύτως ψευδής. Παρ’ όλα αυτά, ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ επέμεινε, επιλέγοντας να επαναλάβει την κατηγορία μέσα στο Κοινοβούλιο, και μάλιστα με οργισμένο ύφος, σαν να προσπαθούσε να επιβάλει την εντύπωση αντί να αποδείξει την αλήθεια.
Από το βήμα της Βουλής, ο υπουργός Ανάπτυξης Τάκης Θεοδωρικάκος τον κάλεσε ευθέως να ζητήσει συγγνώμη για το ψέμα, να ανακαλέσει και να σεβαστεί το θεσμικό επίπεδο του δημόσιου λόγου. Ο κ. Ανδρουλάκης αρνήθηκε. Προτίμησε να μείνει αγκιστρωμένος σε μια γραμμή πολιτικής συκοφάντησης, την οποία είχε ήδη υιοθετήσει σε προηγούμενη συνέντευξή του, όταν, στην προσπάθεια να «πετάξει λάσπη στον ανεμιστήρα», επανέλαβε τον ίδιο ισχυρισμό χωρίς καμία διάθεση ελέγχου.
Η εικόνα που διαμορφώνεται είναι προβληματική: ο αρχηγός ενός κόμματος που διεκδικεί ρόλο υπεύθυνου συνομιλητή στον χώρο του Κέντρου, συμπεριφέρεται σαν τρολ του διαδικτύου, υιοθετώντας άκριτα ανακριβείς πληροφορίες και επιμένοντας σε αυτές ακόμη και όταν αποδεικνύονται ψευδείς.
Πολιτική αμηχανία και δανεική ρητορική από τα άκρα
Η κυβέρνηση δεν κρύβει ότι βλέπει πίσω από αυτή τη στάση κάτι βαθύτερο: πολιτική αμηχανία. Σε μια περίοδο που το Μέγαρο Μαξίμου φέρνει στο τραπέζι:
- ιστορική συμφωνία για τις Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας,
- έναν κοινωνικό Προϋπολογισμό 2026 με αυξήσεις και ελαφρύνσεις,
- μεγάλες τομές σε πολεοδομίες, κληρονομικό δίκαιο, αγροτικές ενισχύσεις,
το ΠΑΣΟΚ φαίνεται να δυσκολεύεται να απαντήσει με προγραμματικό λόγο. Αντί για συγκεκριμένες προτάσεις, καταφεύγει σε προσωποποιημένες επιθέσεις και σε αφήγημα «κουμπάρων» και δήθεν διασυνδέσεων, που θυμίζει περισσότερο τις πρακτικές των άκρων με τα οποία κατά καιρούς έχει βρεθεί σε κοινή γραμμή.
Το Μέγαρο Μαξίμου σημειώνει με νόημα ότι, όταν ένα κόμμα της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας «υιοθετεί όλο και περισσότερες από τις κακές συνήθειες των ακραίων σχηματισμών», τότε υπονομεύει το ίδιο τον ρόλο του ως σοβαρού πόλου στο πολιτικό σύστημα. Δεν μπορείς να ζητάς ψήφο εμπιστοσύνης ως υπεύθυνη δύναμη και ταυτόχρονα να λειτουργείς ως πολλαπλασιαστής φθηνού μυθεύματος.
Το διακύβευμα: η ποιότητα του δημόσιου λόγου
Πέρα από τη συγκυρία, υπάρχει και ένα θεσμικό ζήτημα. Όταν, από το βήμα του Κοινοβουλίου, ο αρχηγός ενός κόμματος εκτοξεύει προσωπικές κατηγορίες χωρίς βάση, θίγεται:
- η αξιοπιστία του ίδιου του πολιτικού λόγου,
- η ποιότητα της κοινοβουλευτικής αντιπαράθεσης,
- η εμπιστοσύνη των πολιτών απέναντι στους θεσμούς.
Η κυβέρνηση έχει κάθε λόγο να επισημαίνει ότι η πολιτική αντιπαράθεση οφείλει να γίνεται πάνω στα έργα και τις πολιτικές, όχι στη βάση ανυπόστατων προσωπικών κατηγοριών. Όταν, δε, ο ίδιος ο «κατήγορος» καταθέτει έγγραφο που τον διαψεύδει, αλλά επιμένει σαν να μην συμβαίνει τίποτα, τότε το πρόβλημα ξεπερνά το επίπεδο μιας «κομματικής σύγκρουσης» και αγγίζει το κύρος των θεσμών.
Η υπόθεση με τα ψέματα Ανδρουλάκη για τον Πρωθυπουργό δεν είναι ένα ακόμη επεισόδιο στο κοινοβουλευτικό reality. Είναι καμπανάκι για το πού μπορεί να οδηγήσει η επιλογή της εύκολης λάσπης, όταν υποκαθιστά τον σοβαρό πολιτικό λόγο.
Και, όπως σημειώνουν κυβερνητικές πηγές, όσο η κυβέρνηση θα επιμένει σε μεταρρυθμίσεις και συγκεκριμένα αποτελέσματα, τόσο θα ξεχωρίζει ακόμη περισσότερο η διαφορά ανάμεσα σε μια πολιτική που μιλά με αριθμούς, νόμους και παρεμβάσεις και σε μια αντιπολίτευση που εγκλωβίζεται σε ψευδείς εντυπώσεις και προσωπικές αιχμές.












