Η οικονομία είναι μια πολύ ωραία ελληνική λέξη που χρησιμοποιείται αμετάφραστη σε όλο σχεδόν τον κόσμο. Σημαίνει τον καθορισμό νόμων σε μία οικία-οικογένεια για να μπορέσει να επιβιώσει. Νόμων που αφορούν την παραγωγή και την κατανάλωση, τα έσοδα και τα έξοδα της οικογένειας.
Η ερμηνεία βέβαια της λέξης βρίσκει και εφαρμογή στη διαχείριση που πρέπει να κάνει και ένα κράτος. Να βάλει τάξη, όπως λέγεται, όχι μόνο στα οικονομικά, που έχουν σχέση με το χρήμα, αλλά και στην παραγωγή και κατανάλωση, αφού και αυτά επηρεάζουν την κατάσταση της οικονομίας.
Πολύ συχνά βέβαια ακούμε από τον πρωθυπουργό και τους διάφορους αξιωματούχους να μιλάνε για ανάγκη δημοσιονομικής σταθερότητας και πειθαρχίας και προσπάθεια μη απόκλισης από τους στόχους. Δεν τους έχουμε όμως ακούσει να μιλούν για την ανάγκη ισοσκελισμού των εξαγωγών και εισαγωγών. Για παράδειγμα, το έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου για το 2024 έκλεισε στα 34,6 δισεκατομμύρια, αυξημένο κατά 7,9% σε σχέση με το 2024.
Δηλαδή είχαμε εξαγωγές περίπου 50 δισ. ευρώ και εισαγωγές ύψους 84,5 δισ. ευρώ. Αυτό είναι πολύ σοβαρό και οφείλεται σε πολλούς λόγους, οι οποίοι όμως δεν απασχολούν τη δημόσια συζήτηση και ίσως δεν ενδιαφέρουν και την κυβέρνηση. Η εξαφάνιση της βιομηχανικής παραγωγής, η δραστική μείωση της μεταποίησης αλλά ακόμα και η μείωση της γεωργίας και της κτηνοτροφίας έφεραν αυτό το έλλειμμα. Για παράδειγμα, ένα κυβικό ξυλείας πωλείται μέσω εμπόρων στο εξωτερικό έναντι 120 ευρώ, για να εισαχθεί με τετραπλάσια τιμή ως επεξεργασμένο ξύλο ή άλλο προϊόν. Το ίδιο συμβαίνει και με αγροτικά προϊόντα, όπως το βαμβάκι αλλά και το λάδι, που εξάγεται χύμα στο εξωτερικό και εισάγεται ως γερμανικό ή ιταλικό. Το ποσοστό αυτάρκειας σε βόειο κρέας το 2010 ανερχόταν στο 30,76% και τώρα είναι στο 13%. Αυτό σημαίνει ότι θα πρέπει να εισάγουμε το 87% των αναγκών μας. Και το ερώτημα είναι: Γιατί δεν προσπαθούμε να ενισχύσουμε την κτηνοτροφία μας;
Ένας άλλος παράγοντας μίας καλής οικονομίας είναι να μοιράζει ισόποσα τα βάρη στα μέλη της οικογένειας ή του κράτους, στη δική μας περίπτωση. Από τα επίσημα όμως στοιχεία της ΑΑΔΕ βλέπουμε ότι οι λίγοι έχουν ξοδέψει και χρεωστούν πολλά και οι πολλοί ελάχιστα. Τι λένε τα στοιχεία. Οι οφειλέτες με ληξιπρόθεσμες οφειλές μέχρι 3.000 χιλ. ευρώ αποτελούν το 78,7% του συνόλου των οφειλετών (2.969.227), χρωστούν όμως μόνο το 1,4% (1,544 δισ. ευρώ) επί του συνολικού ληξιπρόθεσμου υπολοίπου που υπήρχε στις αρχές του 2025.
Αντιθέτως, οι οφειλέτες με χρέος μεγαλύτερο των 300 χιλ. ευρώ, που αποτελούν μόλις το 0,6% των οφειλετών (23.213), κατέχουν το 82,8% (90,876 δισ. ευρώ) του συνολικού ληξιπρόθεσμου υπολοίπου. Τι θα έπρεπε να κάνει ένας νουνεχής πατέρας-πρωθυπουργός στην περίπτωσή μας; Μα να ελέγξει κατά προτεραιότητα, μέσω των αρμόδιων οργάνων, το 0,6% των οφειλετών που χρωστούν 90 δισ. ευρώ ή κατά μέσο όρο 3,91 εκατομμύρια. Και όχι να επικεντρώνεται στους μικροοφειλέτες.
Επίσης σε μία πραγματική οικονομία οι διάφορες επιβαρύνσεις (φόροι) έπρεπε να ακολουθούν μία κλιμάκωση και να είναι δίκαιες. Πάλι από τα επίσημα στοιχεία της ΑΑΔΕ βλέπουμε ότι τα έσοδα από τον φόρο εισοδήματος το 2024 έφτασαν τα 14,277 δισ. ευρώ, αυξημένα κατά 14,8% σε σχέση με το 2023. Μεταξύ όμως των δύο αυτών ετών δεν είχαμε αυξήσεις στους μισθούς και στα εισοδήματα κατά 14,8% αλλά πολύ μικρότερες.
Συνεπώς επιβάλλονται φόροι που είναι κοινωνικά άδικοι στην προσπάθεια να δημιουργηθούν πλεονάσματα και ένα εικονικό ποσοστό ανάπτυξης. Και ναι μεν η ανάπτυξη μπορεί να φτάνει το 2024 στο 2,4%, αλλά είναι ονομαστική και όχι πραγματική, αφού δεν δημιουργεί θέσεις εργασίας, δεν αυξάνει το εισόδημα των πολιτών και δεν εξάγει περισσότερα από όσα εισάγει.
Σε παλαιότερες τραγικές εποχές υπήρχαν οικογένειες που δεν μπορούσαν να θρέψουν τα παιδιά τους και τα έδιναν σε άλλες οικογένειες. Σήμερα το ίδιο γίνεται με τους εκατοντάδες χιλιάδες νέους μας που μεταναστεύουν για να βρουν εργασία. Σε αυτό το τραγικό φαινόμενο η κυβέρνηση αποκρύπτει τα πραγματικά στοιχεία, ενώ παρουσιάζει και ως επιτυχία τη μείωση της ανεργίας, που σίγουρα δεν οφείλεται σε νέες θέσεις εργασίας.
Σε μία πραγματική οικονομία δεν υπάρχουν αυθαιρεσίες από τα μέλη και προνομιακή μεταχείριση. Δεν υπάρχουν δηλαδή καταστάσεις όπως το σκάνδαλο του ΟΠΕΚΕΠΕ, όπου κάποιοι θεωρούσαν το δημόσιο χρήμα τρόπο κομματικής επιρροής και εξαγοράς ψήφων. Χωρίς δικαιοσύνη στη διαχείριση των οικονομικών δεν υπάρχει συνέπεια από όλους και τότε η διαχείριση καταλήγει πλιάτσικο. Εάν κλέβει ο «πατέρας», θα κλέψει και η μάνα και τα παιδιά. Αυτό είναι ένα πολύ βασικό στοιχείο της οικονομίας που για πολλά χρόνια τώρα έχει υποτιμηθεί. Η οικονομία πρέπει να είναι ταυτισμένη με τη δικαιοσύνη.
Επίσης, σε μία οικονομία τα οικονομικά τα χειρίζεται ο αρχηγός της «οικογένειας». Δεν τα αναθέτει σε τρίτους, και μάλιστα χωρίς έλεγχο και ευθύνη, χαρίζοντάς του και ατιμωρησία (ασυλία) για ό,τι θα κάνει. Στην Ελλάδα έχουμε ίσως το μοναδικό φαινόμενο τα οικονομικά έσοδα να τα διαχειρίζεται μία ανεξάρτητη Αρχή, η Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων (ΑΑΔΕ). Αυτό δεν ήταν έτσι πάντοτε, αλλά επιβλήθηκε με τα μνημόνια και τον ν.4389/2016. Η ΑΑΔΕ λοιπόν έχει λειτουργική, διοικητική και οικονομική αυτοτέλεια και δεν υπόκειται σε έλεγχο από την κυβέρνηση, παρά μόνο κοινοβουλευτικό έλεγχο και μέσω του προέδρου της ασκεί υπερεξουσίες.
Τέλος σε μία οικογένεια με πραγματική οικονομία ο πατέρας δεν πουλά τα περιουσιακά της στοιχεία για να φανεί ότι κάνει καλή διαχείριση και να πάρει τα εύσημα από τα μέλη της οικογένειας. Ντρέπεται όταν θα πουλήσει ένα χωράφι για να σπουδάσει ένα παιδί ή να προικίσει μία κόρη. Πάντως δεν τα μεταβιβάζει όλα σε έναν ξένο, για τα αξιοποιήσει (ξεπουλήσει) όπως αυτός νομίζει.
Αυτό θα έπρεπε να κάνει και η κυβέρνηση, εάν νοιαζόταν για την πραγματική οικονομία. Δεν θα δεχόταν να μεταβιβασθεί με έναν νόμο όλη η δημόσια περιουσία στο ΤΑΙΠΕΔ και στο Υπερταμείο, για να ξεπουληθεί χωρίς καμιά προηγούμενη εκτίμηση και με πλήρη ασυλία. Είναι παραλογισμός και δεν έχει συμβεί ούτε σε χώρες υπό κατοχή. Χωρίς περιουσία μία οικογένεια είναι πολλαπλώς εκτεθειμένη. Χωρίς δημόσια περιουσία ένα κράτος δεν μπορεί να ασκήσει πραγματική οικονομική πολιτική, αλλά μόνο δημοσιονομική πολιτική με φόρους και δασμούς. Αλλά αυτό δεν είναι πραγματική οικονομία, είναι φούσκα επικίνδυνη να σκάσει.
του Δημητρίου Νατσιού
Πρόεδρος της Νίκης
Βουλευτής Α΄ Θεσσαλονίκης,
δάσκαλος, θεολόγος, συγγραφέας