Σε μια περίοδο που η Ευρώπη ξανασυζητά πώς θα χρηματοδοτήσει την άμυνά της, η Αθήνα στέλνει ένα διπλό μήνυμα: ψυχραιμία και σταθερότητα απέναντι στην Τουρκία, αλλά και συνεχή ενίσχυση της αποτρεπτικής ισχύος.
του Χρήστου Μυτιλινιού
Οι τελευταίες παρεμβάσεις του Κυριάκου Μητσοτάκη στο εξωτερικό, σε συνδυασμό με τη συζήτηση για το ευρωπαϊκό εργαλείο SAFE και τη χρήση των «παγωμένων» ρωσικών περιουσιακών στοιχείων, δημιουργούν ένα νέο πλαίσιο μέσα στο οποίο κινείται η ελληνική κυβέρνηση. Το Υπουργικό Συμβούλιο της Τρίτης έρχεται να «κουμπώσει» πάνω σε αυτή τη στρατηγική, καθώς η ατζέντα άμυνας, ασφάλειας και ευρωπαϊκών συσχετισμών είναι πλέον αλληλένδετη.
Η στρατηγική απέναντι στην Τουρκία: μία διαφορά, ισχυρή αποτροπή
Η βασική γραμμή της Αθήνας απέναντι στην Άγκυρα παραμένει σταθερή και επαναδιατυπώθηκε με σαφήνεια: η Ελλάδα αναγνωρίζει ως μοναδική ουσιαστική διαφορά με την Τουρκία την οριοθέτηση θαλασσίων ζωνών στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο. Όλα τα υπόλοιπα, από τη ρητορική περί «γκρίζων ζωνών» μέχρι τις αναθεωρητικές θεωρίες, απορρίπτονται, καθώς προσκρούουν στο Διεθνές Δίκαιο της Θάλασσας.
Ταυτόχρονα, η κυβέρνηση επιμένει στη στρατηγική της αποκλιμάκωσης. Στόχος είναι να υπάρχει δίαυλος επικοινωνίας, να προχωρούν οι συζητήσεις για Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης και θετική ατζέντα, χωρίς να «ανεβαίνει το θερμόμετρο» κάθε τρεις και λίγο στο Αιγαίο. Οι προηγούμενοι μήνες αποτέλεσαν μια σχετική επιβεβαίωση αυτής της γραμμής, με σαφώς λιγότερα επεισόδια έντασης σε σχέση με το παρελθόν.
Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει χαλάρωση στο πεδίο της άμυνας. Αντίθετα, ο Πρωθυπουργός υπογράμμισε ότι είναι προσωπική του ευθύνη να διασφαλίσει πως η Ελλάδα θα διαθέτει πάντα αξιόπιστη αποτρεπτική ισχύ απέναντι σε κάθε χώρα που μπορεί να απειλήσει τα εθνικά συμφέροντα. Οι μεγάλες συμφωνίες για φρεγάτες, μαχητικά αεροσκάφη, αναβαθμίσεις μέσων και κρίσιμες υποδομές επιβεβαιώνουν ότι η Αθήνα δεν θεωρεί την «καλή συγκυρία» με την Άγκυρα δεδομένη, αλλά επενδύει στο μακροπρόθεσμο ισοζύγιο ισχύος.
Έτσι, η εξίσωση Ελλάδα–Τουρκία–άμυνα δεν λύνεται μόνο στο διπλωματικό τραπέζι. Λύνεται ταυτόχρονα στους εξοπλισμούς, στις ασκήσεις, στη διεθνή παρουσία της χώρας και στη βαθιά διασύνδεσή της με την ευρωπαϊκή και τη Νατοϊκή αρχιτεκτονική ασφαλείας.
SAFE, αμυντικές δαπάνες και η ευρωπαϊκή συζήτηση
Εδώ μπαίνει στο κάδρο το εργαλείο SAFE, το οποίο σε θεωρητικό επίπεδο σχεδιάστηκε για να βοηθήσει τα κράτη-μέλη στην κάλυψη των αυξημένων αμυντικών δαπανών. Η πραγματικότητα όμως, όπως την περιγράφει η Αθήνα, είναι πιο σύνθετη: το SAFE στη σημερινή του μορφή βασίζεται κυρίως σε δανεισμό, άρα δεν είναι ιδιαίτερα χρήσιμο για χώρες με υψηλό χρέος ή για κυβερνήσεις που πρέπει να ισοσκελίζουν αυστηρά τους προϋπολογισμούς τους.
Η ελληνική θέση είναι ότι η συζήτηση πρέπει να κινηθεί πέρα από τα «λογιστικά κόλπα» και να φτάσει εκεί που πραγματικά έχει νόημα: στον επόμενο Πολυετή Προϋπολογισμό της ΕΕ, ο οποίος θα πρέπει να έχει σαφές, διακριτό και επαρκές σκέλος για την άμυνα. Με απλά λόγια, η Αθήνα υποστηρίζει ότι δεν μπορεί η Ευρώπη να ζητά από τα κράτη-μέλη να κάνουν μεγαλύτερες θυσίες για την κοινή ασφάλεια, χωρίς να το αποτυπώνει αυτό σε κοινοτικούς πόρους και όχι μόνο σε εθνικές προσπάθειες.
Η θέση αυτή συνδέεται άμεσα με την ελληνική πραγματικότητα:
• H χώρα δαπανά ήδη πολύ πάνω από τον μέσο όρο του ΝΑΤΟ σε ποσοστό του ΑΕΠ για την άμυνα.
• Πρέπει ταυτόχρονα να στηρίξει κοινωνία και μεσαία τάξη στο μέτωπο του κόστους διαβίωσης.
• Δεν μπορεί να σηκώσει μόνη της, επ’ άπειρον, το βάρος ενός ακραίου αμυντικού «μαραθωνίου» χωρίς ευρωπαϊκή συμμετοχή.
Έτσι, η Ελλάδα αναδεικνύεται σε φωνή που ζητά πραγματική κοινοτικοποίηση μέρους των αμυντικών δαπανών, ώστε η Ελλάδα–Τουρκία–άμυνα να μη μείνει μια διμερής εξίσωση, αλλά να ενταχθεί οργανικά στο πλέγμα της ευρωπαϊκής στρατηγικής αυτονομίας.
Παγωμένα ρωσικά assets και ο ρόλος της Αθήνας στο τραπέζι
Το άλλο μεγάλο κομμάτι του παζλ είναι η συζήτηση για τη χρήση των «παγωμένων» ρωσικών κρατικών περιουσιακών στοιχείων. Η λογική είναι απλή: η Ρωσία προκάλεσε τον πόλεμο στην Ουκρανία και, άρα, τα κατεσχημένα περιουσιακά της στοιχεία μπορούν να αποτελέσουν πηγή χρηματοδότησης για την ανοικοδόμηση της Ουκρανίας, αλλά και για την ενίσχυση της ευρωπαϊκής ασφάλειας.
Η ελληνική γραμμή αναγνωρίζει ότι αυτή είναι πράγματι μια ρεαλιστική επιλογή, όμως δεν υποτιμά τα δύσκολα νομικά ζητήματα που υπάρχουν. Αν τα κράτη-μέλη δεν νιώθουν νομικά και πολιτικά ασφαλή, η λύση δεν θα σταθεί. Αυτός είναι και ο λόγος που το θέμα παραπέμπεται στο επόμενο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, όπου η Αθήνα θα συμμετάσχει ενεργά στη συζήτηση, έχοντας στο μυαλό της τόσο την ανάγκη στήριξης της Ουκρανίας, όσο και την προστασία της διεθνούς έννομης τάξης.
Για την Ελλάδα, η συζήτηση για τα «παγωμένα» assets συνδέεται όχι μόνο με το ουκρανικό, αλλά και με το ευρύτερο περιβάλλον ασφάλειας στην Ανατολική Μεσόγειο. Η γραμμή είναι σαφής: χώρες που σέβονται το διεθνές δίκαιο και την κυριαρχία γειτόνων τους πρέπει να επιβραβεύονται, ενώ όσες ακολουθούν αναθεωρητικές λογικές και επεμβάσεις, πρέπει να αντιμετωπίζουν συνέπειες.
Το Υπουργικό Συμβούλιο και η «επόμενη μέρα» στην άμυνα
Μέσα σε αυτό το σκηνικό, το Υπουργικό Συμβούλιο της Τρίτης αποκτά πρόσθετο ενδιαφέρον. Η κυβέρνηση καλείται να συντονίσει:
• τις διπλωματικές πρωτοβουλίες στο μέτωπο Ελλάδας–Τουρκίας,
• τη γραμμή της χώρας στη συζήτηση για SAFE και τα «παγωμένα» assets,
• τον εσωτερικό σχεδιασμό για τις επόμενες κινήσεις σε εξοπλισμούς, θωράκιση νησιών, ενίσχυση της αποτρεπτικής ισχύος.
Η κεντρική ιδέα είναι πως η άμυνα δεν αντιμετωπίζεται πια μόνο ως εθνικό ζήτημα, αλλά ως σύνθεση εθνικής στρατηγικής, ευρωπαϊκής πολιτικής και διεθνούς νομιμότητας. Σε αυτό το τρίγωνο, η Ελλάδα–Τουρκία–άμυνα παύει να είναι ένα κλειστό διμερές πεδίο έντασης και μετατρέπεται σε δοκιμασία για την αξιοπιστία της Ευρώπης στην Ανατολική Μεσόγειο.












