Σε διάστημα μόλις δεκαπέντε ημερών, η Αθήνα «έδεσε» μια σειρά κινήσεων που επιβεβαιώνουν ότι η Ελλάδα–ΗΠΑ–ενέργεια δεν είναι πια σύνθημα, αλλά σκληρή γεωπολιτική πραγματικότητα.
του Χρήστου Μυτιλινιού
Η συμφωνία για τη διοχέτευση αμερικανικού LNG προς την Ουκρανία μέσω ελληνικών υποδομών, οι παρεμβάσεις του Κυριάκου Μητσοτάκη στο Bloomberg New Economy Forum στη Σιγκαπούρη και η οξεία αντίδραση της Μόσχας διαμορφώνουν το νέο κάδρο: η Ελλάδα αναδεικνύεται σε ενεργειακό κόμβο για τα Βαλκάνια, την Κεντρική Ευρώπη και την Ουκρανία, με αιχμή τη στρατηγική της σχέση με τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Η Ελλάδα ως πύλη του αμερικανικού LNG
Στη συζήτηση με τον αρχισυντάκτη του Bloomberg John Micklethwait στη Σιγκαπούρη, ο Πρωθυπουργός περιέγραψε με τον πιο καθαρό τρόπο το νέο ενεργειακό αφήγημα: η Ελλάδα «δεν βρισκόταν καν στον ενεργειακό χάρτη» πριν λίγα χρόνια, ενώ σήμερα «γίνεται πύλη εισόδου για το αμερικανικό LNG στην ευρωπαϊκή αγορά» και ενεργειακός κόμβος για τα Βαλκάνια, την Κεντρική Ευρώπη και την Ουκρανία.
Η τοποθέτηση αυτή δεν είναι θεωρητική. Στηρίζεται σε μια πυκνή αλυσίδα υποδομών και συμφωνιών: το FSRU Αλεξανδρούπολης, ο κάθετος διάδρομος Ελλάδας–Βουλγαρίας–Ρουμανίας–Μολδαβίας–Ουκρανίας, οι τερματικοί σταθμοί LNG και τα νέα projects που προχωρούν σε συνεργασία με τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Η συμφωνία Ελλάδας–Ουκρανίας για την προμήθεια αμερικανικού LNG μέσω ελληνικών υποδομών έρχεται να «κλειδώσει» αυτόν τον ρόλο. Μέσω της ΔΕΠΑ και της ουκρανικής Naftogaz, το LNG θα φτάνει σε ελληνικό έδαφος και θα διοχετεύεται προς την Ουκρανία, καλύπτοντας τις μεγάλες απώλειες του ουκρανικού ενεργειακού συστήματος μετά τις ρωσικές επιθέσεις.
Έτσι, η ελληνοαμερικανική ενεργειακή συνεργασία δεν αφορά μόνο το ελληνικό χαρτοφυλάκιο, αλλά μετατρέπεται σε εργαλείο ευρωπαϊκής και ουκρανικής ενεργειακής ασφάλειας. Οι ΗΠΑ βρίσκουν στην Ελλάδα τον «ιδανικό διάδρομο» για να επεκτείνουν τις εξαγωγές LNG προς την Ανατολική και Κεντρική Ευρώπη, ενώ η Αθήνα κεφαλαιοποιεί τη γεωγραφική της θέση σε γεωπολιτικό και οικονομικό κεφάλαιο.
Πειραιάς, επενδύσεις και ισορροπίες
Ένα κρίσιμο σημείο του μηνύματος Μητσοτάκη αφορά τον Πειραιά και την κινεζική παρουσία. Ο Πρωθυπουργός ξεκαθάρισε ότι οι συμφωνίες που έχουν γίνει με προηγούμενες κυβερνήσεις πρέπει να τηρούνται – σαφές μήνυμα ότι η Ελλάδα δεν παίζει με την ασφάλεια δικαίου των ξένων επενδυτών. Την ίδια στιγμή, υπογράμμισε ότι υπάρχουν και άλλα λιμάνια που μπορούν να αναπτυχθούν, αφήνοντας διάπλατα ανοικτό το πεδίο για νέο κύμα ελληνοαμερικανικών επενδύσεων σε στρατηγικές υποδομές.
Η λογική είναι διπλή:
σεβασμός στις υφιστάμενες επενδύσεις, όπως αυτές κινεζικών συμφερόντων στον Πειραιά,
ταυτόχρονη προσέλκυση αμερικανικών κεφαλαίων σε άλλα λιμάνια και ενεργειακές υποδομές.
Ουσιαστικά, η Αθήνα επιχειρεί να χτίσει ένα μοντέλο ισορροπίας ανάμεσα σε Κίνα και ΗΠΑ, χωρίς να αμφισβητεί συμβάσεις, αλλά αναβαθμίζοντας τη σχέση με την Ουάσιγκτον σε στρατηγική εταιρική σχέση με έντονο ενεργειακό και αμυντικό περιεχόμενο.
Οι ρωσικές αντιδράσεις και η απάντηση της Αθήνας
Σε αυτό το περιβάλλον, η έντονη αντίδραση της Μαρίας Ζαχάροβα στις συμφωνίες Ελλάδας–Ουκρανίας ήταν αναμενόμενη. Η Μόσχα επιχείρησε να παρουσιάσει τη διμερή συνεργασία –και ειδικά τη διάσταση της ενέργειας και της αμυντικής τεχνολογίας– ως κίνηση εχθρική προς τη Ρωσία.
Η απάντηση της Αθήνας ήταν απολύτως θεσμική και καθαρή:
η Ελλάδα ενεργεί πάντοτε με γνώμονα το διεθνές δίκαιο και τον σεβασμό της κυριαρχίας των κρατών,
είναι αυτονόητο δικαίωμα κάθε κράτους να συνάπτει διακρατικές συμφωνίες, ιδίως όταν αυτές διασφαλίζουν την ενεργειακή επάρκεια και ασφάλεια,
απειλές κατά κυρίαρχων κρατών απορρίπτονται αυτοδικαίως.
Με άλλα λόγια, η κυβέρνηση «δένει» τη συμφωνία με την Ουκρανία όχι ως εχθρική πράξη προς τη Ρωσία, αλλά ως νόμιμη άσκηση κυριαρχικών δικαιωμάτων και συμβολή στη συλλογική ενεργειακή ασφάλεια της Ευρώπης. Το γεγονός ότι η συμφωνία στηρίζεται σε αμερικανικό LNG και ευρωπαϊκή χρηματοδότηση ενισχύει ακόμη περισσότερο τον χαρακτήρα της ως τριπλού άξονα Ελλάδα–ΗΠΑ–ΕΕ, απέναντι στην ενεργειακή εργαλειοποίηση της Μόσχας.
Επενδύσεις, σταθερότητα και η επόμενη μέρα
Το ενεργειακό πακέτο δεν είναι αποκομμένο από την ευρύτερη εικόνα της οικονομίας. Στο Bloomberg, ο Κυριάκος Μητσοτάκης παρουσίασε τη λήξη της ελληνικής κρίσης ως δεδομένο, με δημόσια οικονομικά σε «εξαιρετικά υγιή» κατάσταση, βιώσιμο πρωτογενές πλεόνασμα, ταχύτερη μείωση χρέους στον ΟΟΣΑ και ανάπτυξη σταθερά πάνω από τον μέσο όρο της ευρωζώνης.
Σε αυτό το πλαίσιο:
η πολιτική σταθερότητα έως το 2027 και η άνετη διαφορά άνω των 15 μονάδων στις δημοσκοπήσεις λειτουργούν ως asset προς τους επενδυτές,
οι μεγάλες ενεργειακές συμφωνίες με ΗΠΑ και Ουκρανία δεν εμφανίζονται ως «μοναχικές» κινήσεις, αλλά ως μέρος ενός μακροπρόθεσμου σχεδίου για την αναβάθμιση της χώρας σε κόμβο μεταφοράς ενέργειας, κεφαλαίων και ασφάλειας στην περιοχή.
Απέναντι στην κριτική περί «οικονομίας του καφέ», το κυβερνητικό αφήγημα αξιοποιεί πλέον τα ίδια τα ενεργειακά deals ως απάντηση: μια χώρα που διαπραγματεύεται στρατηγικές ενεργειακές ροές για ολόκληρη την Ευρώπη, που φιλοξενεί αμερικανικές αποστολές υψηλού επιπέδου και υπογράφει συμφωνίες με την Ουκρανία για την ενεργειακή της επιβίωση, δύσκολα χωράει σε σχήματα υποτίμησης.
Το επόμενο βήμα είναι σαφές:
ολοκλήρωση των υποδομών του κάθετου διαδρόμου,
περαιτέρω εμβάθυνση των ελληνοαμερικανικών ενεργειακών και επενδυτικών σχέσεων,
κεφαλαιοποίηση του νέου ρόλου της Ελλάδας στο ευρωπαϊκό τραπέζι, όχι μόνο ως χώρα-μέλος, αλλά ως κρίσιμος διαχειριστής εισόδου ενέργειας από τις ΗΠΑ προς την ήπειρο.
Σε αυτό το σχήμα, η τριάδα Ελλάδα–ΗΠΑ–Ενέργεια δεν είναι απλώς μια επικοινωνιακή κατασκευή. Είναι ο σκελετός μιας στρατηγικής που ήδη δοκιμάζεται στην πράξη, ενοχλεί ανοικτά τη Μόσχα και αναγκάζει την Ευρώπη να βλέπει την Αθήνα όχι πια ως «αδύναμο κρίκο», αλλά ως χώρα πρώτης γραμμής στον νέο ενεργειακό χάρτη.












