Μέσα στο Σαββατοκύριακο συναντήθηκα με μια κυρία του τουριστικού-ξενοδοχειακού τομέα που εκτιμώ βαθιά. Μια επαγγελματία με γνώση, εμπειρία και καθαρή ματιά. Μιλήσαμε, φυσικά, για τα επαγγελματικά της, για την πορεία του τουρισμού φέτος, για τις ανάγκες ενόςκλάδου που, αν και αποτελεί τη ραχοκοκαλιά της ελληνικής οικονομίας, πολλές φορές νιώθει πως του ζητούν περισσότερα από όσα του προσφέρουν.
Αναπόφευκτα, η συζήτηση πήγε και στην πολιτική. Και τότε μου είπε κάτι που με προβλημάτισε. «Στέλιο μου, το πρόβλημα δεν είναι ότι η κυβέρνηση δεν κάνει δουλειά. Το πρόβλημα είναι ότι δεν ξέρει να τη δείξει. Της λείπει το σωστό marketing». Ζούμε σε μια εποχή που η επικοινωνία δεν είναι απλώς συμπλήρωμα της πολιτικής. Είναι μέρος της. Αν δεν μιλήσεις καθαρά, δεν εξηγήσεις πειστικά, δεν δείξεις με σαφήνεια και με ζωντάνια τι έκανες, ποιο πρόβλημα έλυσες και πώς αυτό επηρεάζει θετικά την καθημερινότητα του πολίτη, τότε χάνεσαι. Όχι γιατί δεν εργάστηκες, αλλά γιατί δεν φρόντισες να γίνει η δουλειά σου κατανοητή. Το μήνυμα δεν φτάνει στον παραλήπτη, γιατί η πληροφορία είναι τεράστια. Στην πραγματικότητα, σήμερα ισχύει κάτι σκληρό αλλά αληθινό… ό,τι δεν επικοινωνείς, δεν υπάρχει.
Η συνομιλήτριά μου συνέχισε λέγοντάς μου ότι στις επόμενες εκλογές θα στηρίξει τη Νέα Δημοκρατία, όχι από συνήθεια, αλλά γιατί βλέπει βήματα που όμως μένουν «θαμμένα» κάτω από θόρυβο και κακή αφήγηση. Και πρόσθεσε για την αντιπολίτευση: «Κατηγορεί, αλλά δεν δείχνει τον δρόμο της λύσης». Δεν μπορούσα να συμφωνήσω περισσότερο. Δεν γίνεται να ζητάς την εμπιστοσύνη των πολιτών δείχνοντας μόνο τι δεν πάει καλά. Χρειάζεται να δείξεις τι θα έκανες διαφορετικά. Πού είναι το σχέδιο; Πού είναι η ομάδα; Πού είναι η πίστη ότι μπορείς να κυβερνήσεις; Η κοινωνία έχει κουραστεί από το «όχι» χωρίς το «πώς». Ζητά συγκεκριμένες εναλλακτικές, κοστολογημένες, με χρονοδιάγραμμα και υπεύθυνες προτάσεις. Η σοβαρή αντιπαράθεση δεν είναι ανταλλαγή συνθημάτων, αλλά σύγκριση σχεδίων. Όποιος φιλοδοξεί να κυβερνήσει οφείλει να αποδείξει ότι μπορεί να αντικαταστήσει, όχι απλώς να ακυρώσει.
Και κάπου εδώ έρχεται η ευθύνη όλων μας -πολιτικών, τεχνοκρατών, στελεχών και κοινωνίας- να ζητάμε και να προσφέρουμε ουσιαστικό λόγο. Να μη συμβιβαζόμαστε με την επιφάνεια. Ούτε με την τοξικότητα. Το πρόβλημα που αντιμετωπίζουμε σήμερα δεν είναι απλό. Είναι θεσμικό, πολιτισμικό, βαθιά πολιτικό. Δείχνει πόσο αναγκαίο είναι να επενδύσουμε σε δομές που εξηγούν, μεταφράζουν, αφηγούνται. Γιατί ο λαός έχει ανάγκη να βλέπει ότι η πολιτική αντιμετωπίζεται με κρίση και άποψη, και όχι ως «παιχνίδι εντυπώσεων» αλλά ως διαδικασία ευθύνης.
Οι πολίτες, στην πλειοψηφία τους, δεν ζητούν θαύματα. Ζητούν σοβαρότητα, συνέπεια, συνέχεια. Μια κοινωνία που δεν ακούει με καθαρότητα, δεν μπορεί να αξιολογήσει δίκαια. Αν θέλουμε λοιπόν πολιτική ωριμότητα, πρέπει να επενδύσουμε και στην ωριμότητα του λόγου. Κι αυτή η ωριμότητα του λόγου δεν αφορά μόνο την κυβέρνηση ή τα κόμματα, αφορά και εμάς τους ίδιους ως πολίτες. Να απαιτούμε ουσία αντί για εντυπωσιασμούς. Να ακούμε ολόκληρες προτάσεις και όχι μόνο τίτλους.
Αν καταφέρουμε να ξαναδώσουμε αξία στον πολιτικό διάλογο, τότε θα δώσουμε και αξία στην ίδια την πολιτική. Και αυτό είναι το στοίχημα που αξίζει να κερδίσουμε όλοι μαζί.
του Στέλιου Κυμπουρόπουλου











