Η υπόθεση των Ελληνικών Ταχυδρομείων απέδειξε, για ακόμη μία φορά, ότι στην εποχή των μεταρρυθμίσεων η επικοινωνία μπορεί να καθορίσει το κλίμα όσο και η ουσία. Η ενημέρωση προς τους πολίτες για το σχέδιο αναδιάρθρωσης των ΕΛΤΑ καθυστέρησε, και η απουσία εξηγήσεων από την πρώτη στιγμή δημιούργησε σύγχυση σε τοπικές κοινωνίες και βουλευτές που είδαν, αιφνιδιαστικά, να μπαίνει “λουκέτο” σε καταστήματα.
Η αλήθεια, όμως, είναι πολύ διαφορετική: δεν πρόκειται για κατάργηση υπηρεσιών, αλλά για μετασχηματισμό λειτουργικού μοντέλου. Το 92% των συντάξεων και το 90% των ταχυδρομικών αποστολών εξυπηρετούνται ήδη κατ’ οίκον μέσω ταχυδρόμων και συνεργατών. Δηλαδή, η Ελλάδα έχει ήδη περάσει στη νέα εποχή των “κινητών ταχυδρομείων”, χωρίς να το έχει επικοινωνήσει εγκαίρως.
Από την πλευρά της κυβέρνησης, το Μέγαρο Μαξίμου αναγνωρίζει ότι «επικοινωνιακά το θέμα χειρίστηκε άστοχα η διοίκηση των ΕΛΤΑ», προκαλώντας προσωρινή ανησυχία εκεί όπου δεν υπήρχε λόγος. Αν, όπως σημειώνεται, είχε προηγηθεί διάλογος και πλήρης παρουσίαση του σχεδίου, οι αντιδράσεις θα ήταν μηδενικές.
Η αναδιάρθρωση που έπρεπε να γίνει
Πέρα από τις εντυπώσεις, η ουσία της μεταρρύθμισης είναι αδιαμφισβήτητη. Το «παλιό» ταχυδρομείο με τη φυσική παρουσία στο κατάστημα αντιπροσωπεύει μόλις το 10% της δραστηριότητας, αλλά απορροφά το 50% του κόστους λειτουργίας. Δηλαδή, τα ΕΛΤΑ ξοδεύουν τα μισά χρήματα για μια υπηρεσία που πλέον δεν επιλέγεται από τους πολίτες.
Κατά μέσο όρο, κάθε κατάστημα κοστίζει 150.000 ευρώ τον χρόνο. Αν πολλαπλασιαστεί αυτό επί 200 καταστήματα, φτάνουμε στα 30 εκατομμύρια ευρώ ετήσιου κόστους — ποσό που το Δημόσιο δεν μπορεί να καλύψει, αφού από το 2013 η ταχυδρομική δραστηριότητα είναι πλήρως απελευθερωμένη, και από το 2018 τα ΕΛΤΑ ανήκουν στο Υπερταμείο. Δεν πρόκειται, επομένως, για κρατική απόφαση αλλά για επιχειρησιακή επιλογή ενός αυτόνομου οργανισμού, η οποία μάλιστα εντάσσεται στον ευρωπαϊκό κανόνα αναδιάρθρωσης των δημόσιων ταχυδρομείων.
Στόχος είναι η οικονομική βιωσιμότητα, ο εξορθολογισμός του προσωπικού και η μεταφορά δυνάμεων σε παραγωγικούς τομείς – κυρίως στους ταχυδρόμους και τους διανομείς. Όπως εξηγεί το Μαξίμου, κανένας πολίτης δεν θα μείνει χωρίς εξυπηρέτηση, καθώς οι υπηρεσίες θα παρέχονται κανονικά μέσω του δικτύου διανομής, των κινητών μονάδων και των συνεργαζόμενων σημείων.
Η Ελλάδα δεν μένει πίσω – τα παραδείγματα της Ευρώπης
Η ευρωπαϊκή εμπειρία δείχνει ότι η μετάβαση αυτή δεν είναι ελληνική ιδιαιτερότητα, αλλά καθολική τάση. Από το 2013 έως το 2024, τα ταχυδρομεία σε όλη την Ευρώπη προχώρησαν σε μείωση φυσικών καταστημάτων:
- Ηνωμένο Βασίλειο: από 500 σε 0 (100% μείωση)
 - Σουηδία: από 700 σε 0
 - Δανία: από 750 σε 0
 - Νορβηγία: από 300 σε 25 (-92%)
 - Πολωνία: -91%
 - Βέλγιο: -85%
 - Ολλανδία: -84%
 
Στην Ελλάδα, από 755 καταστήματα το 2013, λειτουργούν σήμερα 475. Η χώρα, δηλαδή, παραμένει ακόμη πιο “παραδοσιακή” από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Η μετάβαση που επιχειρείται τώρα είναι αναγκαία για να μη χαθεί το τραίνο του εκσυγχρονισμού.
Μια αλλαγή με δύο φάσεις
Το σχέδιο θα υλοποιηθεί σε δύο στάδια: πρώτα στα αστικά κέντρα, όπου υπάρχει επικάλυψη και μειωμένη κίνηση, και έπειτα στην περιφέρεια, με διάλογο και ενημέρωση των τοπικών κοινωνιών.
Το προσωπικό των ΕΛΤΑ δεν απολύεται — μεταφέρεται σε παραγωγικές λειτουργίες, ενισχύοντας τις ομάδες διανομής, ενώ σε απομακρυσμένες περιοχές οι ηλικιωμένοι θα συνεχίσουν να εξυπηρετούνται κατ’ οίκον με φορητά POS και PDA.
Η πραγματική είδηση, λοιπόν, δεν είναι τα «λουκέτα». Είναι ότι η Ελλάδα εκσυγχρονίζει το δημόσιο ταχυδρομείο της χωρίς να στερήσει υπηρεσίες από τους πολίτες. Η επικοινωνιακή καθυστέρηση έδωσε λάθος εικόνα, αλλά η ουσία της μεταρρύθμισης είναι σωστή, τεκμηριωμένη και κοινή με την ευρωπαϊκή πρακτική.
Όπως λένε στο Μαξίμου, «όποιος θέλει να κρατήσει τα ΕΛΤΑ ζωντανά, πρέπει να τα αφήσει να αλλάξουν». Και αυτή η φράση ίσως συνοψίζει καλύτερα από κάθε δελτίο Τύπου τη νέα εποχή των Ελληνικών Ταχυδρομείων.
			
    	
			











