Όταν ο κόσμος δεν πάει απλώς σε μια συναυλία, αλλά ψάχνει κάθαρση
Υπάρχουν βραδιές που μοιάζουν με στατιστικά ρεκόρ και άλλες που μοιάζουν με εξομολόγηση.
Η 1η Νοεμβρίου στο Καυτανζόγλειο ανήκει στη δεύτερη κατηγορία. Ο ΛΕΞ ενώνοντας 45.000 ανθρώπους σε μια Θεσσαλονίκη που έβραζε από ψύχρα και αδρεναλίνη, δεν έκανε απλώς ένα live. Έστησε ένα συλλογικό καθαρτήριο. Μια τελετή αναγνώρισης μεταξύ ανθρώπων που μεγάλωσαν με τα ίδια φτηνά τσιγάρα, τις ίδιες ανασφάλειες και το ίδιο όνειρο: να παραμείνουν αληθινοί.
Πριν λίγο καιρό, σχεδόν την ίδια περίοδο, η Άννα Βίσση γεμίζει το Παναθηναϊκό Στάδιο. Ένα εντελώς άλλο κοινό, άλλη γενιά, άλλη ενέργεια. Όμως πίσω από τις επιφάνειες, το ίδιο φαινόμενο: fan royalty. Όχι απλώς ακροατές, αλλά πιστοί. Όχι κοινό, αλλά φυλή.
Ο ΛΕΞ δεν έχει δημόσιες σχέσεις, δεν χαμογελάει υποχρεωτικά στις κάμερες, δεν πουλάει image. Έχει κάτι πολύ πιο σπάνιο: εμπιστοσύνη.
Ξέρεις ότι ό,τι πει, το εννοεί.
Όπως ακριβώς ξέρεις ότι η Βίσση, όταν ανεβαίνει στη σκηνή στα 67 της, θα δώσει κάθε σταγόνα ενέργειας λες και παίζει μπροστά σε δέκα άτομα.
Δυο κόσμοι που δεν συναντιούνται, αλλά μοιράζονται την ίδια αυθεντικότητα -το πιο δυσεύρετο νόμισμα στην εποχή του αλγορίθμου.
Ο κόσμος δεν συγχωρεί το ψεύτικο, ειδικά μετά από μια δεκαετία κυνισμού και οικονομικών τραυμάτων.
Ο ΛΕΞ δεν υπόσχεται τίποτα. Μιλάει για το τίποτα και το κάνει ποίηση.
Η Βίσση δεν παριστάνει τη “βασίλισσα της pop”, είναι η μόνη που απέμεινε.
Και οι δύο χτίζουν το κοινό τους με τρόπο που θυμίζει παλιά θρησκεία: σιωπηλά, με τελετουργία και επαναλαμβανόμενα σύμβολα. Δεν χρειάζονται TikTok trends ή τηλεοπτικές καμπάνιες. Χρειάζονται ιστορίες που επιβιώνουν στον χρόνο.
Και αυτές, είτε γράφονται με beats είτε με βιολιά, έχουν έναν κοινό παρονομαστή: ειλικρίνεια.
Ο ΛΕΞ είναι το παιδί της κρίσης, το καθρέφτισμα όσων μεγάλωσαν χωρίς βεβαιότητες. Δεν τραγουδά για επιτυχία ή λάμψη, αλλά για τη σκόνη που σηκώνεται μετά. Οι 45.000 στο Καυτανζόγλειο δεν ήταν «οπαδοί» του, ήταν οι εκδοχές του.
Αντί για confetti, είχαν μνήμες. Αντί για χορευτικά, είχαν εξομολογήσεις.
Η φράση “τα έκανα όλα για την κουλτούρα” έγινε κάτι παραπάνω από στίχος. Έγινε μανιφέστο μιας γενιάς που κουβαλά την κούρασή της σαν παράσημο.
Τελικά πως χτίζεις fan – royalty; Δεν είναι το marketing, ούτε τα visuals. Είναι το δικαίωμα να σε πιστεύουν. Αυτό που κέρδισαν – με τελείως διαφορετικό τρόπο – τόσο ο ΛΕΞ όσο και η Βίσση.
Το κοινό τους δεν πάει απλώς σε ένα live· πάει σε μια τελετή όπου θυμάται ποιος είναι. Αυτή είναι η υπέρτατη μορφή πίστης στην pop κουλτούρα, όταν ο καλλιτέχνης δεν είναι brand, αλλά γέφυρα.
Και σε μια εποχή όπου όλοι φωνάζουν για προσοχή, εκείνοι καταφέρνουν το πιο δύσκολο: να μιλούν χαμηλόφωνα και να τους ακούνε όλοι.
Του Δημήτρη Δραγώγια
			
    	
			










