Η Αμερικανίδα συγγραφέας Ελέιν Σκιολίνο που έχει γράψει το βιβλίο «Περιπέτειες στο Λούβρο» και ο πρώην ειδικός πράκτορας του FBI σε υποθέσεις κλοπής και απάτης έργων τέχνης Ρόμπερτ Κινγκ Γουίτμαν μιλούν για τα κενά ασφαλείας του μουσείου και το μέλλον των κλεμμένων κοσμημάτων
Γράφει η Γεωργία Λαγού
Μια εβδομάδα μετά την κινηματογραφική ληστεία στο Μουσείο του Λούβρου, η Αμερικανίδα συγγραφέας και πρώην επικεφαλής του γραφείου των «New York Times» στο Παρίσι Ελέιν Σκιολίνο και ο Ρόμπερτ Κινγκ Γουίτμαν, πρώην ειδικός πράκτορας του FBI σε υποθέσεις κλοπής και απάτης έργων τέχνης, μιλούν στην «Political» για το κλίμα φόβου, τα κενά ασφαλείας και το μέλλον των κλεμμένων έργων.
«Το Λούβρο δεν είναι φρούριο»
Μέσα σε αυτή την ατμόσφαιρα αβεβαιότητας, η Σκιολίνο μοιάζει να έχει προβλέψει κάτι από αυτή την εύθραυστη πραγματικότητα. Για εκείνη, το Λούβρο δεν ήταν ποτέ ένα απόρθητο φρούριο, αλλά ένας ζωντανός οργανισμός γεμάτος θαύματα, πάθη και αδυναμίες. «Το Λούβρο με τράβηξε μέσα στη δίνη του», λέει. «Δεν το βλέπω πια ως φρούριο, παλάτι ή μουσείο, αλλά ως ένα ζωντανό, αναπνέον πλάσμα με πολλαπλές προσωπικότητες».
Η Ελέιν Σκιολίνο πέρασε τρεις ολόκληρες χρονιές μέσα στο μουσείο για να γράψει το βιβλίο της «Περιπέτειες στο Λούβρο: Πώς να ερωτευτείτε το σπουδαιότερο μουσείο του κόσμου». Οι γαλλικές αρχές δεν έχουν εντοπίσει ούτε ίχνος από τους πολύτιμους λίθους που κλάπηκαν. Η Σκιολίνο δεν εκπλήσσεται. «Το μουσείο αποδείχτηκε λιγότερο απόρθητο απ’ ό,τι πολλοί πίστευαν», σημειώνει. «Κανείς, απολύτως κανείς, δεν ξέρει πού βρίσκονται τα κοσμήματα. Το πιο πιθανό είναι να αφαιρέθηκαν από τα στηρίγματά τους και να πουληθούν μεμονωμένα ή αφού κοπούν εκ νέου. Η αγορά των πολύτιμων λίθων είναι παγκόσμια, σκοτεινή και βαθιά. Και, συχνά, ιδανικό εργαλείο για ξέπλυμα χρήματος», καταλήγει η Αμερικανίδα συγγραφέας.
Οι ευάλωτοι θησαυροί
Δεν κρύβει την απαισιοδοξία της για το ενδεχόμενο ανάκτησης των κλεμμένων έργων. «Κάθε μέρα που περνά μειώνει τις πιθανότητες να βρεθούν. Αρκεί να δει κανείς τι συνέβη με άλλες κλοπές στο Λούβρο», λέει χαρακτηριστικά, φέρνοντας στον νου δύο προηγούμενες, ξεχασμένες κλοπές από το Λούβρο.
«Μια διάρρηξη παρόμοια με την τελευταία συνέβη τον Δεκέμβριο του 1976, όταν τρεις κουκουλοφόροι εισέβαλαν στο μουσείο τα ξημερώματα. Σκαρφάλωσαν στις σκαλωσιές συνεργείου καθαρισμού, έσπασαν παράθυρα χωρίς κάγκελα, χτύπησαν δύο φρουρούς, έσπασαν μια γυάλινη προθήκη και άρπαξαν το διαμαντένιο σπαθί του βασιλιά Καρόλου Ι’, αφήνοντας πίσω τους τους αναβολείς και τη σέλα του. Το σπαθί δεν έχει ποτέ βρεθεί. Στην ιστοσελίδα του Λούβρου αναγράφεται ως “μη εκτιθέμενο”».
Λίγα χρόνια μετά, το μουσείο βάλλεται ξανά. «Το 1998, ένας κλέφτης αφαίρεσε τον πίνακα “Le Chemin de Sèvres”, ένα μικρό τοπίο του Jean-Baptiste Camille Corot, μέσα σε κοινή θέα, αφαιρώντας τον από την κορνίζα του. Ο πίνακας βρισκόταν σε αίθουσα χωρίς κάμερα ασφαλείας. Ο δράστης διέφυγε και το έργο, αξίας περίπου 1,3 εκατ. δολαρίων, δεν έχει βρεθεί ποτέ», αναφέρει η Σκιολίνο.
Η συγγραφέας υπογραμμίζει πως:
«Αυτά τα περιστατικά δείχνουν ότι κάθε μουσείο του κόσμου είναι ευάλωτο. Δεν μπορείς να προστατεύσεις κάθε έργο τέχνης από επαγγελματίες κλέφτες, ούτε να ασφαλίσεις ανεκτίμητα έργα. Πρόκειται για ένα κάλεσμα αφύπνισης για όλα τα μουσεία»
«Πάνω από το 90% τέτοιων κλοπών έχει εσωτερικό συνεργό»
Η Αμερικανίδα συγγραφέας Ελέιν Σκιολίνο αφιέρωσε τρία ολόκληρα χρόνια στην έρευνα και τη συγγραφή του βιβλίου της για το μουσείο. Πήρε συνεντεύξεις από εκατοντάδες ανθρώπους, επισκέφθηκε και τις 400 αίθουσες του Λούβρου και μίλησε με όλους, «από τη σημερινή διευθύντρια Laurence des Cars και τον πρώην διευθυντή Henri Loyrette, μέχρι τους επιμελητές, τους καθαριστές, τους αρχιτέκτονες, τους λιθοξόους που ανακαινίζουν τις προσόψεις και τους συντηρητές που δίνουν καθημερινά ζωή στο εμβληματικό κτίριο, τους κηπουρούς των Tuileries, τους συντηρητές πινάκων και κορνιζών, τους βιβλιοθηκονόμους που λαμβάνουν γράμματα για -και μερικές φορές προς- τη Μόνα Λίζα», αναφέρει η κυρία Σκιολίνο.
«Μαγεία» και… ρωγμές στο μουσείο
Το Λούβρο τής ανέθεσε έναν ειδικό φύλακα ο οποίος παρακολουθούσε τις συνεντεύξεις, διέκοπτε τις συζητήσεις και επέβαλλε αυστηρά όρια στην πρόσβασή της στον χώρο. Ένα εμπιστευτικό έγγραφο, το οποίο κοινοποιήθηκε στους εργαζόμενους του μουσείου, προειδοποιούσε ότι το έργο της Σκιολίνο αποτελούσε πιθανό «ρίσκο» και απαγορευόταν στους υπαλλήλους να της μιλούν χωρίς άδεια. «Ήταν ειρωνικό», λέει γελώντας. «Είχα στο κινητό μου τον αριθμό του προέδρου της γαλλικής CIA. Έχω πάρει συνεντεύξεις από τέσσερις Γάλλους προέδρους και παρ’ όλα αυτά, αυτό που αντιμετώπισα στο Λούβρο ήταν πρωτοφανές», αναφέρει. Αν μιλούσε σε κάποιον χωρίς έγκριση, της διεμήνυαν πως δεν θα της επιτρεπόταν πλέον η πρόσβαση.
«Ελπίζω ο κόσμος να συνεχίσει να εκτιμά το Λούβρο με όλη του τη μαγεία, αλλά και με όλες του τις ρωγμές», λέει η συγγραφέας. «Τα έργα τέχνης μέσα στο Λούβρο μου έδειξαν πώς γράφτηκε η ιστορία, πώς κυβέρνησαν οι βασιλιάδες, πώς έζησαν οι άνθρωποι, πώς ειπώθηκαν οι μύθοι. Το να μάθεις να βλέπεις στο Λούβρο σημαίνει να μαθαίνεις να βλέπεις τον κόσμο. Το να μάθεις να βλέπεις στο Λούβρο σημαίνει να κατανοείς τόσο τα έργα από κοντά όσο και την πολυπλοκότητα του ίδιου του κτιρίου», γράφει στο βιβλίο της.
«Επαγγελματικά σχεδιασμένη κλοπή»
Ο πρώην ειδικός πράκτορας του FBI και ανώτερος ερευνητής της Εθνικής Ομάδας Εγκλημάτων Τέχνης του FBI Ρόμπερτ Κινγκ Γουίτμαν μιλώντας στην «Political» χαρακτηρίζει την κλοπή των κοσμημάτων από το Λούβρο ως «μία από τις πιο προκλητικές και επαγγελματικά σχεδιασμένες των τελευταίων ετών».
Ο ίδιος υπογραμμίζει ότι τα στατιστικά είναι αμείλικτα:
«Αυτή ήταν μια τολμηρή κλοπή, σπάνια για τα μουσεία, το γεγονός ότι συνέβη ημέρα. Εμείς (σ.σ. το FBI) έχουμε διαπιστώσει ότι πάνω από το 90% των κλοπών σε μουσεία εμπλέκει κάποιον εσωτερικό συνεργό. Αυτό είναι το πρώτο σημείο στο οποίο θα εστιάσουν οι ερευνητές της OCB (Γαλλική Ομάδα Δίωξης Κλοπών Τέχνης) και της BRB (Παρισινή Υπηρεσία Καταπολέμησης Ληστειών)»
Γνωστή «φάμπρικα»
Σύμφωνα με τον Αμερικανό ειδικό, η μεθοδολογία που ακολουθήθηκε στο Λούβρο δεν είναι πρωτόγνωρη.
«Η μεθοδολογία δεν είναι ασυνήθιστη, έχω δει αρκετές κλοπές σε μουσεία όπου άτομα που παρίσταναν τους εργαζόμενους μπήκαν, άρπαξαν ανεκτίμητους πίνακες και αρχαιότητες και διέφυγαν με μοτοσικλέτες, καθώς οι ευρωπαϊκοί δρόμοι είναι στενοί και αυτά τα οχήματα μπορούν να κάνουν ελιγμούς μέσα στην κυκλοφορία και να εξαφανιστούν»
Ο Γουίτμαν συνδέει την υπόθεση με μια σειρά παρόμοιων κλοπών που σημειώθηκαν τους τελευταίους μήνες σε Γερμανία, Ολλανδία και στο Μουσείο Φυσικής Ιστορίας του Παρισιού, όπου στόχος ήταν κοσμήματα και χρυσά αντικείμενα.
«Τους τελευταίους μήνες έχουν σημειωθεί πολλά περιστατικά κλοπών πανάκριβων κοσμημάτων από μουσεία στη Γερμανία, την Ολλανδία και πρόσφατα από το Μουσείο Φυσικής Ιστορίας στο Παρίσι. Οι υψηλές τιμές ρεκόρ και η ευκολία πώλησης του χρυσού έχουν ωθήσει τους κλέφτες να τα στοχεύουν. Ελπίζουμε ότι οι αρχαιότητες θα ανακτηθούν στην αρχική τους μορφή και δεν θα λιώσουν για να πωληθούν ως πολύτιμα μέταλλα ή μέρη με πολύτιμους λίθους»












