Ωστόσο, τόσο η Ε.Ε. όσο και η Ευρωζώνη συνολικά εμφάνισαν ελλείμματα.
Τα τελευταία χρόνια, η χώρα διατηρεί σταθερά θετικό δημοσιονομικό ισοζύγιο και υπερβαίνει συστηματικά τους στόχους του εκάστοτε προϋπολογισμού. Το 2024, το πρωτογενές πλεόνασμα ανήλθε στο 4,8% του ΑΕΠ, υπερδιπλάσιο από το 2,1% που είχε προβλεφθεί. Για το 2025, ο στόχος αναθεωρήθηκε ήδη προς τα πάνω, από 2,4% σε 3,6% του ΑΕΠ, ενώ υπάρχουν εκτιμήσεις ότι μπορεί να προσεγγίσει ακόμη και το 4%.
Ωστόσο, όπως αναφέρει ρεπορτάζ της Καθημερινής, οι συνεχείς υπεραποδόσεις έχουν προκαλέσει προβληματισμό σχετικά με το αν θα έπρεπε να μειωθεί ο στόχος των πλεονασμάτων. Μια τέτοια κίνηση θα μπορούσε να επιτρέψει στην κυβέρνηση να αυξήσει τις δημόσιες δαπάνες — για παράδειγμα, σε δημόσιες επενδύσεις, κοινωνικές ενισχύσεις ή φορολογικές ελαφρύνσεις. Αξίζει να σημειωθεί ότι μέρος των πλεονασμάτων αποδίδεται στον πληθωρισμό και στη μη τιμαριθμοποίηση της φορολογικής κλίμακας.
Ο καθηγητής Παναγιώτης Λιαργκόβας, σε άρθρο του στο περιοδικό Οικονομικές Εξελίξεις του ΚΕΠΕ, τονίζει ότι «η επίτευξη πρωτογενών πλεονασμάτων δεν είναι αυτοσκοπός». Το ζητούμενο, όπως σημειώνει, είναι να μην προκύπτουν από υπερφορολόγηση που αποδυναμώνει την πραγματική οικονομία και αποθαρρύνει τις επενδύσεις. «Η Ελλάδα χρειάζεται μια πιο ισορροπημένη στρατηγική — λιγότερη έμφαση στους αριθμούς, περισσότερη στην ποιοτική ανάπτυξη. Η σταθερότητα είναι απαραίτητη, αλλά δεν υποκαθιστά την ανάπτυξη».
Το ζήτημα συνδέεται άμεσα με τις προοπτικές ανάπτυξης. Ο γενικός διευθυντής του ΙΟΒΕ, Νίκος Βέττας, ανέφερε πρόσφατα ότι η ελληνική οικονομία δείχνει «σημάδια κόπωσης» και ότι, χωρίς ενίσχυση της αναπτυξιακής δυναμικής, ο ρυθμός ανάπτυξης μπορεί να πέσει κοντά στο 1%, από περίπου 2% σήμερα.
Παρά τις εισηγήσεις για χαλάρωση της δημοσιονομικής πολιτικής, αρκετοί αναλυτές παραμένουν επιφυλακτικοί. Η Ελλάδα εξακολουθεί να έχει το υψηλότερο δημόσιο χρέος στην Ευρώπη και μια πιο χαλαρή δημοσιονομική στάση θα μπορούσε να ανησυχήσει τις αγορές. Γι’ αυτό, ακόμη και οικονομολόγοι με πιο «φιλοκοινωνικές» θέσεις θεωρούν ότι τα πλεονάσματα πρέπει να διατηρηθούν. Οι μνήμες της κρίσης χρέους παραμένουν νωπές.
Επιπλέον, η χώρα —όπως και όλες οι υπόλοιπες της Ε.Ε.— δεσμεύεται από το νέο πλαίσιο δημοσιονομικών κανόνων, που θέτει αυστηρά όρια στις δαπάνες. Η βασική αρχή είναι ότι τα πρόσθετα έσοδα από ευνοϊκές συγκυρίες (π.χ. ισχυρό τουρισμό) δεν πρέπει να δαπανώνται, αλλά να αξιοποιούνται για τη μείωση του χρέους. Μόνο αν οι υπεραποδόσεις οφείλονται σε μόνιμα μέτρα —όπως η πάταξη της φοροδιαφυγής— μπορεί να επιτραπεί η χρήση τους για φοροελαφρύνσεις ή κοινωνικές παροχές.












