Τι λένε οι ειδικοί για τα αίτια και τον τρόπο αντιμετώπισης
Το φαινόμενο της μέθης στους ανήλικους αποτελεί ολοένα και πιο ανησυχητική πραγματικότητα στην ελληνική κοινωνία. Παρά τις εκστρατείες ενημέρωσης και την απαγόρευση πώλησης αλκοόλ σε άτομα κάτω των 18 ετών, τα περιστατικά κατανάλωσης παραμένουν υψηλά.
Έρευνες δείχνουν ότι ένα σημαντικό ποσοστό εφήβων έχει δοκιμάσει αλκοόλ ήδη από τα 14, ενώ ένας στους τρεις μαθητές λυκείου δηλώνει ότι έχει μεθύσει τουλάχιστον μία φορά. Τα αίτια του φαινομένου είναι πολυδιάστατα. Κοινωνικά, το αλκοόλ έχει συνδεθεί με τη διασκέδαση, την κοινωνικότητα και την «ενηλικίωση», γεγονός που ωθεί τους εφήβους να το δοκιμάσουν ως ένδειξη ωριμότητας ή αποδοχής από την παρέα. Ο ρόλος των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, που προβάλλουν τη μέθη ως μέρος της «κουλτούρας του πάρτι», ενισχύει αυτή την τάση. Παράλληλα, η εύκολη πρόσβαση σε αλκοολούχα ποτά, είτε μέσω κάβας είτε μέσω του οικογενειακού περιβάλλοντος, διευκολύνει την παραβατική κατανάλωση.
Τι κρύβεται πίσω από τη βιτρίνα του φαινομένου
Αυτά όμως είναι τα επιφανειακά, η βιτρίνα του φαινομένου. Το υπόβαθρο είναι πιο δύσκολο. Η «P» επικοινώνησε με την ψυχολόγο δρα Χριστίνα Μπογιατζή, προκειμένου να μας εξηγήσει τα βαθύτερα αίτια του
φαινομένου της μέθης ανηλίκων που αυξάνεται με ραγδαίους ρυθμούς. Όπως μας είπε: «Τα παιδιά μας πλέον μεγαλώνουν χωρίς όρια. Οι γονείς δηλαδή έχουν φοβηθεί να είναι γονείς. Δεν επιβάλλονται στα παιδιά τους στις πρώτες ηλικίες που είναι σίγουρα μέχρι τα προεφηβικά χρόνια. Δεν θεσπίζουν με αξιοπιστία τα όρια. Συνεπώς τα παιδιά νιώθουν ανασφάλεια και δεν εμπιστεύονται τους γονείς τους. Και όταν δεν εμπιστευτείς τον γονέα, δεν θα εμπιστευτείς μετά τον εαυτό σου και θα ψάχνεις να βρεις την εμπιστοσύνη κάπου αλλού, κάπου να προσκολληθείς για να εμπιστευτείς».
Όπως τονίζει η κ. Μπογιατζή, τα παιδιά κάνουν μια μεταβίβαση της προσκόλλησης που δεν έχουν με τους γονείς. Και οι δρόμοι είναι δύο… Είτε το σωστό, είτε το λάθος. «Τα παιδιά αυτά προσπαθούν να μουδιάσουν
τον εγκέφαλό τους μέσα από ναρκωτικά, μέσα από χρήση ουσιών, αλκοόλ. Οτιδήποτε έχει να κάνει με το
μούδιασμα του συναισθήματος. Οπότε, τα παιδιά μας πλέον έχουν βρει τρόπους να διαφεύγουν πιο εύκολα».
Καταστροφικές ψηφιακές σχέσεις
Βασική αιτία για αυτή την τάση, σύμφωνα με την κ. Μπογιατζή, είναι οι ψηφιακές σχέσεις που πλέον δημιουργούν οι ανήλικοι. «Παλιά δεν είχαμε τόσο πολύ το διαδίκτυο και αυτά, αλλά είχαμε ο ένας τον άλλον. Πηγαίναμε ο ένας τον άλλον σαν φίλοι. Οπότε κάπως το σώζαμε. Το σώζαμε με τη μαμά του φίλου μας, αν δεν
είχαμε εμείς. Τώρα δεν έχουμε. Είναι όλα μια ψηφιακότητα και όλα είναι στη φαντασία μας. Αυτή τη στιγμή τα παιδιά μας υποφέρουν από τη φαντασία τους, από τον ιδεατό τους εαυτό που δεν θα τον βρουν ποτέ. Και άρα πάνε συνέχεια θυμωμένα και λυπημένα και μπαίνουν σε πράγματα όπως είναι αυτό τώρα το αλκοόλ, για να ξεχάσουν, να μην πονάνε. Να μη δυσφορούν. Αυτή είναι η ουσία».
Η αντιμετώπιση
Σύμφωνα με την κ. Μπογιατζή, το φαινόμενο μπορεί να περιοριστεί και ίσως να αντιμετωπιστεί πλήρως, αν
υπάρξουν ουσιαστικές παρεμβάσεις από τις κοινωνικές υπηρεσίες του κράτους αρχικά. Η έλλειψη ουσιαστικής ενημέρωσης στα σχολεία, η απουσία ελέγχων στα σημεία πώλησης και η υποτίμηση των κινδύνων από γονείς και εκπαιδευτικούς επιδεινώνουν το πρόβλημα. Όπως μας αναφέρει: «Πρέπει να μπουν κοινωνικές υπηρεσίες. Πρέπει το σχολείο να είναι πολύ από πάνω. Να έχει τρόπους να αντιληφθεί και να αντιμετωπίσει τέτοιες περιπτώσεις ουσιαστικά. Το θέμα δεν είναι να πηγαίνουν οι ψυχολόγοι στα σχολεία και να κάνουν απλά “τουρισμό”. Οι ψυχολόγοι που πηγαίνουν στο σχολείο πρέπει να κάνουν θεραπεία στα παιδιά. Και πρέπει τα παιδιά μας να κάνουν βιωματικά πράγματα στο σχολείο. Να υπάρχει ενσυναίσθηση μέσα στο στοιχείο της παιδείας. Μέσα στο πλαίσιο της παιδείας. Το στοιχείο της ενσυναίσθησης και της κοινωφελούς εργασίας».
Γράφει η Ιωάννα Ντάνη












