Ο Δήμαρχος Βάρης Βούλας Βουλιαγμένης και Α’ Αντιπρόεδρος της ΚΕΔΕ, Γρηγόρης Κωνσταντέλλος, εκφράζει την έντονη αντίθεσή του στη νέα νομοθετική πρωτοβουλία του Υπουργείου Ψηφιακής Διακυβέρνησης, σύμφωνα με την οποία προγραμματίζεται η αφαίρεση πόρων από τους Δήμους μέσω του Άρθρου 20 του σχεδίου νόμου με τίτλο «Ψηφιακή ενίσχυση της οδικής ασφάλειας και λοιπές διατάξεις».
Αυτή η ρύθμιση έχει ως κύριο στοιχείο την αφαίρεση της αρμοδιότητας είσπραξης προστίμων από τον Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας (ΚΟΚ), με αποτέλεσμα όλα τα έσοδα να μεταφέρονται στον κρατικό προϋπολογισμό και να ανακατευθύνονται σε ένα νέο «Εθνικό Ταμείο Οδικής Ασφάλειας». Μάλιστα, οι Δήμοι θα έχουν τη δυνατότητα, υπό συγκεκριμένους όρους, να εγκαταστήσουν κάμερες.
Ο Δήμαρχος αναφέρει ότι τα έσοδα που ο Δήμος Βάρης Βούλας Βουλιαγμένης αποφέρει από αυτή τη διαδικασία ανέρχονται σε περίπου 500.000 ευρώ ετησίως. Ωστόσο, αυτά τα χρήματα θα διανέμονται σε διάφορους κρατικούς φορείς, όπως ο ΟΔ.Υ.Σ.Ε.ΑΣ. και τα Ταμεία Στρατού και Αστυνομίας, ενώ το ποσοστό που θα επιστρέφεται στους Δήμους δεν είναι διασφαλισμένο, καθώς θα εξαρτάται από μελλοντικές Κοινές Υπουργικές Αποφάσεις.
Η κίνηση αυτή χαρακτηρίζεται από τον Δήμαρχο ως σοβαρό νομοθετικό λάθος, που θα επιδεινώσει την οικονομική κατάσταση της Τοπικής Αυτοδιοίκησης. Επιπλέον, έρχεται σε μια στιγμή που η Κυβέρνηση ανακοινώνει υπεραπόδοση στα δημόσια οικονομικά. Ο Γρηγόρης Κωνσταντέλλος θεωρεί ότι η συγκεκριμένη πρωτοβουλία είναι δομικά και ηθικά λανθασμένη, καθώς υποβαθμίζει τη σημασία της Αυτοδιοίκησης, ειδικά λίγες ημέρες πριν από το Τακτικό Συνέδριο της ΚΕΔΕ.
Στο τέλος της δήλωσής του, ο Δήμαρχος ζητά την άμεση απόσυρση του Άρθρου 20 και καλεί σε ουσιαστικό διάλογο με την ΚΕΔΕ, υπογραμμίζοντας την ανάγκη για σεβασμό, θεσμική ισότητα και οικονομική αυτονομία στην Αυτοδιοίκηση.
Αναλυτικά η ανακοίνωση του Γρηγόρη Κωνσταντέλλου
«Προκλητική και αιφνιδιαστική αφαίρεση πόρων από τους Δήμους
Έως σήμερα το κράτος έδινε αρμοδιότητες στους Δήμους χωρίς πόρους ή έστω μέρος των απαιτούμενων πόρων. Τώρα βλέπουμε ότι προχωράει παρακάτω, νομοθετώντας νέες αρμοδιότητες αφαιρώντας όμως τα έσοδα που προέκπυπταν μέχρι σήμερα.
Η Κυβέρνηση, με το υπό διαβούλευση σχέδιο νόμου του Υπουργείου Ψηφιακής Διακυβέρνησης με τίτλο «Ψηφιακή ενίσχυση της οδικής ασφάλειας και λοιπές διατάξεις», επιχειρεί μία κακόβουλη, αντιαυτοδιοικητική και απολύτως αδικαιολόγητη παρέμβαση.
Σύμφωνα με το Άρθρο 20 του σχεδίου, αφαιρείται από τους Δήμους η αρμοδιότητα είσπραξης των προστίμων του Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας και το σύνολο των σχετικών εσόδων μεταφέρεται στον κρατικό προϋπολογισμό, σε νέο λογαριασμό με τίτλο «Εθνικό Ταμείο Οδικής Ασφάλειας και Πρόστιμα για Παραβάσεις του Κ.Ο.Κ.». Παράλληλα όμως, στο ίδιο σχέδιο νόμου δίνεται η δυνατότητα στους δήμους υπό όρους να τοποθετούν κάμερες για τον έλεγχο της κυκλοφορίας.
Πλέον, τα έσοδα αυτά αντί να καταβάλλονται συνολικά στους Δήμους – όπως συνέβαινε επί δεκαετίες έως και σήμερα –θα διανέμονται σε σειρά κρατικών φορέων, μεταξύ των οποίων:
– η ΟΔ.Υ.Σ.Ε.ΑΣ. (Ολοκληρωμένο Δίκτυο Υποδομών & Συστημάτων Ελέγχου για την Ενίσχυση της Οδικής Ασφάλειας), για τη χρηματοδότηση του έργου εγκατάστασης και συντήρησης των καμερών,
– ο Τομέας Πρόνοιας Αστυνομικών (Τ.Π.ΑΣ.),
– ο Τομέας Πρόνοιας Υπαλλήλων Αστυνομίας Πόλεων (Τ.Π.Υ.Α.Π.),
– το Μετοχικό Ταμείο Στρατού (Μ.Τ.Σ.),
καθώς και «λοιποί φορείς» που εγκαθιστούν οπτικά συστήματα ελέγχου.
Η Τοπική Αυτοδιοίκηση υποβαθμίζεται για μία ακόμα φορά σε ρόλο θεατή, καθώς το ποσοστό των εσόδων που ενδέχεται να αποδίδεται στους Δήμους δεν καθορίζεται καν νομοθετικά, αλλά παραπέμπεται σε μελλοντικές κοινές υπουργικές αποφάσεις, κατόπιν εισήγησης της ΟΔ.Υ.Σ.Ε.ΑΣ. – δηλαδή, αφήνεται στη διακριτική ευχέρεια της εκάστοτε κυβέρνησης.
Συγκεκριμένα, σύμφωνα με το Άρθρο 20 παρ. 8 (γ) και (δ) του σχεδίου νόμου:
«Με κοινή απόφαση των Υπουργών Υποδομών και Μεταφορών, Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, Εσωτερικών, Προστασίας του Πολίτη και Ψηφιακής Διακυβέρνησης, κατόπιν εισήγησης της ΟΔ.Υ.Σ.Ε.ΑΣ., καθορίζονται ο ειδικότερος τρόπος είσπραξης, ο υπολογισμός και η κατανομή του μέρους των εισπραττόμενων προστίμων που διατίθεται, καθώς και κάθε άλλο σχετικό θέμα για την εφαρμογή των σχετικών παραγράφων».
Με άλλα λόγια, το ύψος και ο τρόπος κατανομής των εσόδων δεν είναι θεσμικά εγγυημένα, αλλά εξαρτώνται αποκλειστικά από μελλοντικές υπουργικές αποφάσεις. Πρόκειται για περαιτέρω αφαίρεση από τα ήδη χειμαζόμενα ταμεία των Δήμων.
Πρόκειται για μεγάλο νομοθετικό ολίσθημα και οδηγεί στην περαιτέρω απογύμνωση της Αυτοδιοίκησης από οικονομικούς πόρους.
Ενδεικτικά αναφέρουμε πως για τον Δήμο Βάρης Βούλας Βουλιαγμένης, η απώλεια αυτή μπορεί να φτάσει το ύψος των 500.000 ευρώ ετησίως – χρήματα που σήμερα κατευθύνονται καθ ολοκληρία στο Δήμο για έργα οδικής ασφάλειας, συντήρηση υποδομών, φωτισμό και παρεμβάσεις που σώζουν ανθρώπινες ζωές στους δρόμους μας.
Εκεί που μας χρωστάγανε, μας πήραν και το βόδι!
Αντί η κυβέρνηση να αποδίδει στους Δήμους πόρους και αρμοδιότητες, να στηρίζει την οικονομική τους αυτοτέλεια και να επιβραβεύει τη διαφάνεια και την αποτελεσματικότητά τους, επιλέγει να αφαιρεί ακόμη και τα πενιχρά έσοδα που εξασφαλίζουν την λειτουργική βιωσιμότητα τους.
Και αυτό, μάλιστα, συμβαίνει ενώ η ίδια η κυβέρνηση πανηγυρίζει για την υπεραπόδοση του κρατικού προϋπολογισμού και τα πλεονάσματα του δημοσιονομικού αποτελέσματος. Δηλαδή, την ώρα που τα κρατικά ταμεία γεμίζουν πέραν των αναμενόμενων ποσών, οι Δήμοι στραγγαλίζονται οικονομικά.
Το πιο προκλητικό, ωστόσο, είναι ότι αυτή η πρωτοβουλία κατά της Αυτοδιοίκησης έρχεται λίγες μόλις ημέρες πριν το Τακτικό Συνέδριο της Κεντρικής Ένωσης Δήμων Ελλάδας (ΚΕΔΕ).
Με αυτόν τον τρόπο, η Κυβέρνηση απαξιώνει περαιτέρω την Τοπική Αυτοδιοίκηση. Η συγκεκριμένη διάταξη είναι δομικά και δεοντολογικά άστοχη και προσβάλει τον θεσμό. Την υπονομεύει ενώ αυτή λογοδοτεί καθημερινά στους πολίτες αποδεικνύοντας στην πράξη ότι και θέλει, και ξέρει και μπορεί να διαχειρίζεται αποτελεσματικά τους πόρους της.
Η Τοπική Αυτοδιοίκηση δεν θα αποδεχθεί αδιαμαρτύρητα άλλη μια προσβλητική απόφαση αφαίρεσης αρμοδιοτήτων και εσόδων.
Η Κυβέρνηση οφείλει να αποσύρει άμεσα το Άρθρο 20 του νομοσχεδίου και να προχωρήσει σε ουσιαστικό διάλογο με την ΚΕΔΕ για οποιαδήποτε μεταβολή αγγίζει τη λειτουργία και την οικονομική βιωσιμότητα των ΟΤΑ.
Δεν ζητάμε χάρες, απαιτούμε επιτέλους σεβασμό, θεσμική ισοτιμία και οικονομική ανεξαρτησία».