Η Ομοσπονδιακή Υπηρεσία Ασφαλείας της Ρωσίας (FSB) ανακοίνωσε την Τρίτη (14/10) την έναρξη ποινικής διαδικασίας κατά του εξόριστου επικριτή του Κρεμλίνου Μιχαήλ Χοντορκόφσκι και άλλων γνωστών αντιφρονούντων, κατηγορώντας τους για συνωμοσία με στόχο τη βίαιη ανατροπή της εξουσίας.
Η έρευνα επεκτείνεται σε όλα τα μέλη της Επιτροπής Κατά του Πολέμου —μιας ομάδας Ρώσων πολιτικών, επιχειρηματιών, δημοσιογράφων, καλλιτεχνών και ακαδημαϊκών που ζουν στο εξωτερικό και τάσσονται ανοιχτά κατά της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία.
Σύμφωνα με τη FSB, η οποία αποκαλεί την ομάδα «ο Χοντορκόφσκι και οι συνεργοί του», μεταξύ των ερευνώμενων είναι και οι Βλαντίμιρ Καρά-Μουρζά, Γκάρι Κασπάροφ και Μιχαήλ Κασιάνοφ.
Η κίνηση αυτή της Μόσχας ακολουθεί την ανακοίνωση της Κοινοβουλευτικής Συνέλευσης του Συμβουλίου της Ευρώπης ότι θα δημιουργηθεί «πλατφόρμα διαλόγου» με τις ρωσικές δημοκρατικές δυνάμεις στην εξορία — μια πρωτοβουλία στην οποία ο Χοντορκόφσκι δήλωσε πρόθυμος να συμμετάσχει.
Η Ρωσία αποχώρησε από το Συμβούλιο της Ευρώπης το 2022, λίγο πριν την επίσημη αποβολή της λόγω της εισβολής στην Ουκρανία.
Σε δηλώσεις του στο Reuters, ο Χοντορκόφσκι απέρριψε ως «απολύτως ψευδείς» τις κατηγορίες ότι η Επιτροπή Κατά του Πολέμου χρηματοδοτεί ή στρατολογεί ουκρανικές παραστρατιωτικές ομάδες, τονίζοντας ότι η δράση της είναι αποκλειστικά ειρηνική και δημόσια.
«Η πρωτοβουλία του Συμβουλίου της Ευρώπης χτύπησε τον Πούτιν εκεί που πονάει περισσότερο», ανέφερε ο Χοντορκόφσκι, υπογραμμίζοντας ότι η ενότητα των αντιφρονούντων αποτελεί απειλή για τη νομιμοποίηση του καθεστώτος.
Ο άλλοτε πετρελαϊκός μεγιστάνας, που φυλακίστηκε για 10 χρόνια με κατηγορίες που θεωρήθηκαν πολιτικά υποκινούμενες, έχει από το 2022 αναδειχθεί σε ηγετική φυσιογνωμία των Ρώσων εξόριστων που στηρίζουν την Ουκρανία. Μετά την εισβολή, χαρακτηρίστηκε επίσημα «ξένος πράκτορας» από το ρωσικό κράτος.
Ο ίδιος, μιλώντας από το Λονδίνο όπου διαμένει, τόνισε ότι οι νέες κατηγορίες της FSB είναι ενδεικτικές της αυξανόμενης νευρικότητας του καθεστώτος:
«Αναμφίβολα, μια τέτοια απόφαση ανεβάζει το ρίσκο για όσους θέλουν να προσφέρουν μια εναλλακτική στο σύστημα Πούτιν», κατέληξε.