Η εποχή μας πάσχει από υπερπαραγωγή άποψης. Δεν υπάρχει θέμα – από την πολιτική μέχρι το αν πρέπει να βράζεις πρώτα το νερό για τα μακαρόνια – που να μην έχει ήδη λυθεί στο X, στο TikTok ή στην παρέα του Σαββάτου. Κάποτε η γνώμη ήταν αποτέλεσμα εμπειρίας ή σκέψης. Τώρα είναι ανακλαστικό: «συμβαίνει κάτι» ισοδυναμεί με «έχω άποψη», την ανεβάζω πριν κρυώσει.
Ζούμε στο απόγειο της μικροφωνίας. Όλοι έχουν λογαριασμό, όλοι έχουν φωνή, όλοι κάτι να πουν. Μόνο που η φωνή πέρασε από μέσο επικοινωνίας σε τρόπο ύπαρξης. Αν δεν μιλήσεις, δεν υπάρχεις. Αν δεν πάρεις θέση, είσαι «αδιάφορος». Αν δεν φωνάξεις, σε καταπίνει ο αλγόριθμος. Το πρόβλημα δεν είναι ότι όλοι έχουν γνώμη. Το πρόβλημα είναι ότι όλοι μιλούν ταυτόχρονα. Το αποτέλεσμα; Ένα συνεχές βουητό, μια κοινωνία σε mode «όλοι φωνάζουν πάνω απ’ όλους». Ο δημόσιος λόγος θυμίζει chat που έχει βγει εκτός ελέγχου – όλοι γράφουν κεφαλαία, κανείς δεν διαβάζει.
Η δημοκρατία κάποτε βασιζόταν στην ιδέα της ακρόασης. Σήμερα βασίζεται στη διακοπή. Ο καθένας θέλει να κερδίσει το τελευταίο post, το τελευταίο like, τη viral στιγμή του. Δεν ανταλλάσσουμε επιχειρήματα αλλά ρόλους. Γιατί σε αυτή την εποχή δεν χρειάζεται να έχεις δίκιο – αρκεί να έχεις engagement. Η γνώμη έχει γίνει brand. Το «τι πιστεύεις» σε ορίζει περισσότερο από το «ποιος είσαι». Ένα λάθος σχόλιο, ένα κακό wording και αυτομάτως διαγράφεσαι από τη φούσκα. Το μόνο που κάνουμε είναι PR. Πρέπει να πεις το σωστό, με τον σωστό τόνο, με τη σωστή ευαισθησία – αλλιώς ακυρώνεσαι.
Το «cancel culture» είναι απλώς η άλλη όψη του ίδιου νομίσματος: του φόβου να σωπάσεις από λάθος ή να μιλήσεις με λάθος τρόπο. Ζούμε στην πιο «δημοκρατική» εποχή του λόγου – και την πιο θορυβώδη. Το μικρόφωνο είναι παντού, η σιωπή πουθενά. Κάποτε η σιωπή ήταν αρετή. Έδειχνε σκέψη, ωριμότητα, αυτοσυγκράτηση. Τώρα θεωρείται ύποπτη. Όποιος δεν μιλάει, «κάτι κρύβει». Όποιος ακούει, «δεν παίρνει θέση». Όποιος σκέφτεται πριν απαντήσει, «έχασε το momentum». Ζούμε σε έναν κόσμο που προτιμά την ταχύτητα της απάντησης από τη βραδύτητα της κατανόησης.
Η δημοκρατία δεν απειλείται πια από τη λογοκρισία, αλλά από τον θόρυβο. Από την αδυναμία μας να ακούμε, να επεξεργαζόμαστε, να αφήνουμε χώρο στον άλλον. Αν όλα είναι κραυγή, τίποτα δεν είναι ουσία. Ίσως τελικά η πιο επαναστατική πράξη του 21ου αιώνα είναι να μην είναι να φωνάξεις αλλά να σωπάσεις. Να σωπάσεις – όχι από φόβο, αλλά από επίγνωση ότι μόνο τότε ακούγεται κάτι αληθινό.