Η διασφάλιση προσιτής στέγης και η αύξηση των κατοικιών που διατίθενται στην αγορά έχουν εξελιχθεί σε ένα από τα πιο σοβαρά κοινωνικά ζητήματα στη χώρα μας, μετά τα μνημόνια. Ανταποκρινόμενες σε αυτό, οι κυβερνήσεις της Νέας Δημοκρατίας σχεδίασαν και εφαρμόζουν μια σειρά πολιτικών, για να τονώσουν τόσο τη ζήτηση -μέσω προγραμμάτων όπως το «Σπίτι Μου Ι και ΙΙ» και το «Κάλυψη»- όσο και την προσφορά, μέσω μέτρων όπως αυτά για τη διαθεσιμότητα κλειστών ακινήτων («Ανακαινίζω – Νοικιάζω»), αναξιοποίητων ακινήτων του Δημοσίου («κοινωνική αντιπαροχή») και των αλλαγών σε βραχυχρόνιες μισθώσεις και golden visa. Πρόκειται για μια πολυδιάστατη στεγαστική πολιτική που προφανώς βρίσκεται σε εξέλιξη, θα εμπλουτίζεται και θα τροποποιείται λαμβάνοντας υπόψη την εμπειρία της εφαρμογής και τις συνθήκες στην αγορά κατοικίας.
Το στεγαστικό ζήτημα δεν θα μπορούσε παρά να αποτελεί κριτήριο αξιολόγησης των κομμάτων της αντιπολίτευσης, ιδιαίτερα αυτών που λένε ότι θέλουν να κυβερνήσουν. Από αυτή την άποψη, διάβασα με ενδιαφέρον την πρόταση του ΠΑΣΟΚ για την αντιμετώπιση της στεγαστικής κρίσης, που ήρθε με αρκετή καθυστέρηση, αν σκεφτεί κανείς ότι το θέμα ήταν ήδη σοβαρό το 2023, όταν έγιναν οι διπλές βουλευτικές εκλογές. Έστω κι έτσι, με το μάτι του μη ειδικού, θα έλεγα ότι το πρόγραμμα πάσχει από τις δύο βασικές αδυναμίες που χαρακτηρίζουν τα περισσότερα «προγράμματα» των αντιπολιτευτικών κομμάτων. Η μία είναι η «γραφειοκρατική/κρατικιστική» αντίληψη ότι, φτιάχνοντας νέους οργανισμούς και νέες υπηρεσίες, αντιμετωπίζουμε το πρόβλημα καλύτερα. Γιατί χρειάζεται να δημιουργηθεί Δημόσια Εταιρεία Διαχείρισης Ακινήτων, όταν υπάρχει το υπουργείο Κοινωνικής Συνοχής και Οικογένειας, δηλαδή ο υφιστάμενος κεντρικός φορέας στεγαστικής πολιτικής -με Γενική Γραμματεία Δημογραφικής και Στεγαστικής Πολιτικής- και η εποπτευόμενη ΔΥΠΑ (πρώην ΟΑΕΔ) που ήδη τρέχει διάφορα προγράμματα στέγασης; Με άλλα λόγια, γιατί είναι καλύτερο να δημιουργηθεί ένας νέος δημόσιος φορέας -που θα επιβαρύνει τον κρατικό Προϋπολογισμό και που θα «τραβήξει» μάλιστα στελέχη από φορείς όπως οι παραπάνω- αντί να ενισχυθούν με κατάλληλα στελέχη αυτοί που ήδη υπάρχουν; Το ΠΑΣΟΚ δεν μας το λέει.
Η δεύτερη αδυναμία του προγράμματος, και αυτή συνήθης, είναι ότι δεν απαντά πειστικά και τεκμηριωμένα στο διπλό ερώτημα «πόσα λεφτά και από πού θα βρεθούν;»: Για παράδειγμα, δεν υπάρχει εκτίμηση για το πόσο θα κοστίσει η ανέγερση ή η ανακαίνιση των ανεκμετάλλευτων ακινήτων του Δημοσίου. Επίσης, στο ερώτημα «πού θα βρεθούν τα λεφτά;» αναφέρεται ότι «ένα μέρος του προγράμματος (ποιο;) θα προέλθει από τον κρατικό Προϋπολογισμό, ενώ τα υπόλοιπα (πόσα;) θα προέλθουν από τον ιδιωτικό τομέα και μόχλευση της ίδιας της εταιρείας». Στη συνέχεια, πάλι γενικόλογα, αναφέρεται ότι «έχει ήδη ανακοινωθεί από τον αρμόδιο επίτροπο ένα νέο ταμείο στεγαστικής πολιτικής, για το οποίο πρέπει να είμαστε έτοιμοι». Καμία, κατά προσέγγιση κοστολόγηση, και η μπάλα στην κερκίδα…
Δεν θα προχωρήσω σε επιμέρους διαφωνίες ή προβληματισμούς για τις προτάσεις της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Άλλωστε, το θέμα της στέγασης είναι σοβαρό και κάθε υπεύθυνη πολιτική δύναμη πρέπει και μπορεί να συνεισφέρει, με γόνιμη κριτική και ρεαλιστικές προτάσεις. Σίγουρα όχι με οριζόντια απαξίωση και μηδενισμό όσων ήδη γίνονται και έχουν σχεδιαστεί να γίνουν. Εύκολες και γρήγορες λύσεις δεν υπάρχουν. Σε αυτό τουλάχιστον μπορούμε να συμφωνήσουμε…
Γράφει ο Βασίλης Γιόγιακας
Ιατρός καρδιολόγος, βουλευτής Θεσπρωτίας με τη ΝΔ