Έχουν χάσει την επαφή τους με την πραγματικότητα και τον ρεαλισμό,
αλλά και την κοινωνική τους χρησιμότητα, σε βαθμό μάλιστα εξαφανίσεως.
Εδώ και 51 χρόνια, από τη Μεταπολίτευση μέχρι σήμερα, είναι η πρώτη φορά που η χώρα δεν έχει αντιπολίτευση. Υπό την έννοια ότι η κυβερνώσα παράταξη δεν έχει απέναντί της ένα κόμμα που να ελπίζει σοβαρά να πάρει τη θέση της. Το γεγονός, μάλιστα, ότι η παρουσιαζόμενη από τον εξ Αμερικής ορμώμενο ομογενή «τουρίστα» σύμπραξη του Δημοκρατικού Κινήματος με την Πλεύση Ελευθερίας ως τη μόνη σοβαρή αντιπολίτευση, με την ονομασία μάλιστα «δημοκρατικός εφιάλτης», μόνον γέλωτα μπορεί να προκαλεί.
Πρόκειται σίγουρα για ένα πολιτικό παράδοξο, μοναδικό στα μεταπολιτευτικά χρονικά. Υπήρξαν και άλλες φορές στο παρελθόν, που τα βασικά κόμματα της αντιπολίτευσης εμφανίζονταν αδύναμα απέναντι στις κυβερνήσεις. Αλλά, σε αυτές τις περιπτώσεις, οι κυβερνήσεις ήταν σε ισχυρή θέση κι έχαιραν ευρείας λαϊκής υποστήριξης. Στα 51 χρόνια της Τρίτης Ελληνικής Δημοκρατίας δεν έχει υπάρξει άλλη κατάσταση, όπου η αντιπολίτευση να παρουσιάζεται πιο αδύναμη από μια σχετικώς αποδυναμωμένη κυβέρνηση.
Σήμερα μάλιστα, στα νεότερα δηλαδή πολιτικά χρονικά της χώρας, συμβαίνει το εντελώς παράλογο και ανορθόδοξο: Το δεύτερο συστημικό (υπό την έννοια ότι έχει κυβερνήσει) κόμμα να υποχωρεί, αντί να ανεβαίνει, ενώ η κυβέρνηση διανύει τον έκτο χρόνο της και φυσικά έχει υποστεί μια ξεκάθαρη φθορά περί τις 9-10 μονάδες, σύμφωνα με όλες τις δημοσκοπήσεις.
Τρίτο δε κόμμα ουσιαστικά δεν υπάρχει και δεν είμαστε σε εποχή ακραίας κοινωνικής αναταραχής -«μεγάλη αναταραχή, θαυμάσια κατάσταση» κατά πως είχε πει και η «σύντροφος» Αχτσιόγλου-, ώστε η Ζωή μαζί τώρα με τον… αντισυστημικό Στέφανο να πάρει τη θέση του «εν αναμονή πρωθυπουργού».
Το ότι παρόλη τη δυσαρέσκεια της κοινής γνώμης, όπως καταγράφεται στις έρευνες, δεν αμφισβητείται η πρωτοκαθεδρία της ΝΔ, οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην εικόνα και κυρίως στον τρόπο με τον οποίο πολιτεύονται τα κόμματα τις αντιπολίτευσης το τελευταίο χρονικό διάστημα. Απτό παράδειγμα, η στάση τους στο θέμα της τραγωδίας των Τεμπών, για να αναφερθούμε και στο πιο επίκαιρο, με την άκρατη υιοθέτηση θεωριών συνωμοσίας και την πολιτική εκμετάλλευση του πόνου των συγγενών των θυμάτων.
Το ΠΑΣΟΚ, ενώ ανέβασε τα ποσοστά του μετά την επανεκλογή του Νίκου Ανδρουλάκη, δεν έχει καταφέρει προς ώρας να πείσει ότι μπορεί να αποτελέσει το αντίπαλον δέος της ΝΔ.
Και ενώ αποσπασματικά προτείνει εναλλακτικές σε διάφορες πολιτικές της κυβέρνησης, δεν έχει δημιουργήσει την αίσθηση ότι διαθέτει συνεκτικό λόγο και προτάσεις, ενώ ταυτόχρονα δεν είναι λίγες οι φορές που ταλανίζεται από εσωκομματικές έριδες, που ποσώς ενδιαφέρουν τους πολίτες. Πολλοί αποδίδουν, βασιζόμενοι και σε ευρήματα των δημοσκοπήσεων, τη στασιμότητα αν όχι την καθοδική πορεία του ΠΑΣΟΚ στη σημερινή του ηγεσία, η οποία δεν έχει καταφέρει να εμπνεύσει τους πολίτες και να τη θεωρήσουν ως τον επόμενο κυβερνήτη της χώρας. Το μόνο που πέτυχε έως τώρα είναι να γίνει «ουρά» της Κωνσταντοπούλου.
Πάντως, σε καμία περίπτωση το πρόβλημα του ΠΑΣΟΚ δεν είναι μόνο θέμα ηγεσίας. Το κόμμα της Χαριλάου Τρικούπη έχασε την ηγεμονία που κατέκτησε στο Κέντρο μετά τις εσωκομματικές εκλογές, και αυτό δεν οφείλεται στα ελλείμματα του προέδρου του, αλλά στο ασαφές πολιτικό στίγμα, στο συγκεχυμένο μήνυμα που εκπέμπει και στην απουσία συνεκτικού οράματος για τη χώρα. Μπορεί το ΠΑΣΟΚ υπό την ηγεσία του Νίκου Ανδρουλάκη να έχει κάνει σοβαρά λάθη αντιπολιτευτικής τακτικής, αλλά άρχισε τελευταία να καταθέτει κάποιες προτάσεις πιο συγκροτημένες από των άλλων κομμάτων της αντιπολίτευσης, δείχνει μια κάποια μεγαλύτερη σοβαρότητα, ωστόσο δεν πείθει ότι μπορεί να εγγυηθεί μια καλύτερη διακυβέρνηση και δεν εμπνέει. Δεν κινητοποιεί πολίτες που το έχουν ψηφίσει στο παρελθόν ή θα μπορούσαν να το ψηφίσουν στο μέλλον.
Από τη στιγμή μάλιστα που η Πλεύση Ελευθερίας πέρασε, δημοσκοπικά, στη δεύτερη θέση (αλλά τη χάνει τώρα) κυριαρχώντας στο κάδρο των Τεμπών, στο οποίο το ΠΑΣΟΚ εντάχθηκε χωρίς οριοθέτηση, μοιραίο ήταν να εκδηλωθούν συμπτώματα εσωστρέφειας και να τεθεί σε λειτουργία ο φαύλος κύκλος αρνητικής δημοσιότητας και πολιτικής αποδυνάμωσης.
Η Πλεύση Ελευθερίας, που έδειξε προς στιγμήν να πολλαπλασιάζει δημοσκοπικά τις δυνάμεις της, προτιμάται από ένα κοινό που αποζητά σκληρό λόγο και επιθετική αντιπολίτευση. Κάτι τέτοιο όμως δεν μπορεί να την καταστήσει εναλλακτική εξουσία. Οι πολίτες που δηλώνουν ότι θα την ψηφίσουν το κάνουν γιατί βλέπουν στη Ζωή Κωνσταντοπούλου το πρόσωπο που ασκεί αντιπολίτευση μεν, χωρίς όμως προγραμματικό λόγο διακυβέρνησης.
Ο ΣΥΡΙΖΑ, μετά από μια καταστρεπτική περίοδο μετά τις εκλογές του 2023 (η οποία όμως έχει τις ρίζες στο διάστημα 2019-2023), δεν μπορεί να βρει βηματισμό και να γοητεύσει ξανά την πλειοψηφία του εν δυνάμει ακροατηρίου του. Η διάλυση της Κουμουνδούρου, με καταλύτη έναν άνθρωπο που εμφανίστηκε ως εναλλακτική του Τσίπρα αρχικά -αλλά και του ίδιου του «μεγάλου αντιπάλου» Μητσοτάκη-, δείχνει ότι αποτελείωσε για πολλά χρόνια την περίπτωση συγκρότησης μιας σοβαρής αριστερόστροφης αντιπολίτευσης. Απόδειξη ότι όποιος εξ αριστερών θέλει να ξεσπάσει και να διαμαρτυρηθεί στην κυβέρνηση, πήγε στην Κωνσταντοπούλου που το κάνει καλύτερα, ενώ όποιος επιθυμεί το ίδιο από δεξιά βολεύεται με λίγο από Βελόπουλο, το κόμμα του Νατσιού ή την πιο λογική Λατινοπούλου.
Γιατί δεν «τραβάει» λοιπόν η αντιπολίτευση; Και ιδιαίτερα τα δύο «συστημικά» κόμματα ΠΑΣΟΚ και ΣΥΡΙΖΑ; Η απάντηση μπορεί να δοθεί με μια φράση: Διότι τα κόμματα της αντιπολίτευσης έχουν χάσει την επαφή τους με την πραγματικότητα, τον ρεαλισμό, αλλά και την κοινωνική τους χρησιμότητα, σε βαθμό μάλιστα εξαφανίσεως.
του Φώτη Σιούμπουρα