Στην εποχή των γεωπολιτικών ανακατατάξεων
απαιτούνται τολμηρές αποφάσεις και όχι … «να ’χαμε να λέγαμε»
Είναι ίσως νωρίς για να εκτιμήσει κανείς πώς ακριβώς θα καταλήξει αυτό που άρχισε με τους βομβαρδισμούς του Ισραήλ σε στρατηγικούς στόχους του Ιράν και συνεχίστηκε με τις «έξυπνες» βόμβες των ΗΠΑ.
Μετά την«εκεχειρία» και τη συμφωνία για κατάπαυση του πυρός που ανακοίνωσε ο Ντόναλντ Τραμπ, το βέβαιο είναι ότι αυτήν τη στιγμή Τελ Αβίβ και Ουάσιγκτον έχουν το πάνω χέρι στη Μέση Ανατολή. Οι αντιδράσεις των ισχυρών μέχρι τώρα, μηδέ εξαιρουμένων Ρωσίας και Κίνας, που έως πρότινος βρίσκονταν στο πλευρό της Τεχεράνης, ήταν και είναι εξαιρετικά προσεκτικές. Αν και μερικοί έφτασαν στο σημείο να αιτιολογήσουν απόλυτα τη δράση Τραμπ και Νετανιάχου. Όπως εξελίσσονται πάντως τα πράγματα, οδεύουμε σε μια αμερικανο-ισραηλινή κυριαρχία σε ένα από τα πλέον κρίσιμα σταυροδρόμια της υφηλίου, με σαφή αντίκτυπο στην Ανατολική Μεσόγειο, άρα και στο σύστημα ασφαλείας που αφορά την Ελλάδα και την Κύπρο.
Η μεσοπρόθεσμη παρουσία των Αμερικανών στη Μέση Ανατολή –σε απόλυτο συντονισμό με το Ισραήλ– θα πρέπει να θεωρείται δεδομένη. Η Ελλάδα είναι ένας από τους περιφερειακούς δρώντες στην Ανατολική Μεσόγειο, ισχυρό μέλος της νοτιοανατολικής πτέρυγας του ΝΑΤΟ, κράτος-μέλος της ΕΕ, συμμετέχοντας και στα συνεργατικά σχήματα της περιοχής, με πλέον κομβικό το 3+1 με την Κύπρο και το Ισραήλ, υπό την αιγίδα των ΗΠΑ.
Εν μέσω της ρευστότητας που επικρατεί στην ευρύτερη περιοχή,η ελληνική κυβέρνηση ακολουθεί μια πολιτική, η οποία θέλει να εμφανίζει τη χώρα ως δύναμη που ενδιαφέρεται και δρα υπέρ της ασφάλειας και της σταθερότητας στην Ανατολική Μεσόγειο. Μέσα σε αυτό το πολύπλοκο τοπίο, η κυβέρνηση τάσσεται μεν υπέρ της επίλυσης του προβλήματος με το πυρηνικό πρόγραμμα της Τεχεράνης, αλλά και όλων των προβλημάτων στη Μέση Ανατολή, μέσω διπλωματίας και διαλόγου, αλλά ενδυναμώνει και τη στρατηγική σχέση της Ελλάδας με το Ισραήλ, επικεντρώνοντας στην ενίσχυση της συνεργασίας με το Τελ Αβίβ. Μια συνεργασία,όπως και αυτή με τις ΗΠΑ, που κρίνεται ότι θα ωφελήσει πολλαπλώς την Ελλάδα, αλλά και την Κύπρο.
Kαι ενώ η ελληνική κυβέρνηση ακολουθεί αυτή την πολιτική, την οποία θεωρεί εθνικώς ωφέλιμη, και διεθνώς γίνονται ασκήσεις επί χάρτου και γράφονται σενάρια για το ποια θα είναι η κατάληξη του «πολέμου Ισραήλ – Ιράν», με τη συμμετοχή τώρα και των ΗΠΑ,εμείς (κι όταν λέω εμείς εννοώ τα κόμματα της αντιπολίτευσης) βρήκαμε τη λύση.Αν η Ελλάδα ακολουθήσει, λένε, άλλη πολιτική, καταγγέλλοντας μεταξύ των άλλων Ισραήλ και ΗΠΑ, μπορεί να επικρατήσει … επί γης ειρήνη:
Ο αρχηγός του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης Νίκος Ανδρουλάκης ζητεί από την Ελλάδα, ως μη μόνιμο μέλος του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ και ενεργό μέλος της ΕΕ και του ΝΑΤΟ, να σταθεί σταθερά υπέρ της ειρήνης, του σεβασμού του Διεθνούς Δικαίου και της ειρηνικής επίλυσης των διαφορών.
Ο Σωκράτης Φάμελλος καλεί την Ελλάδα να πρωτοστατήσει για τη σύγκλιση από τον ΟΗΕ μιας Παγκόσμιας Διάσκεψης Ειρήνης και Ασφάλειας της Μέσης Ανατολής. Καλεί επίσης τους Έλληνες πολίτες να πιέσουν την κυβέρνηση προς την κατεύθυνση μιας φιλειρηνικής, πολυδιάστατης εξωτερικής πολιτικής, ενώ τονίζει πως «επιβάλλεται η απαλλαγή της Μέσης Ανατολής από όπλα μαζικής καταστροφής» (με ποιον τρόπο θα γίνει η απαλλαγή;).Ζητεί επίσης τη σύγκλιση του Συμβουλίου Πολιτικών Αρχηγών. Κανένα όμως Συμβούλιο Πολιτικών Αρχηγών δεν συνέκλινε σε μια κεντρική εθνική συμπεριφορά, πλην εκείνου του Ιουλίου του 2015. Τότε που ομόφωνα ψήφισαν το τρίτο μνημόνιο Τσίπρα.
Η Ζωή Κωνσταντοπούλου καλεί τον Κ. Μητσοτάκη να δώσει σαφείς εντολές (!) απεμπλοκής της Ελλάδας από κάθε δραστηριότητα κρατών που εμπλέκονται σε επιθετικούς πολέμους, γενοκτονία, εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας, εγκλήματα πολέμου και Απαρτχάιντ.
Τέλος, το ΚΚΕ θεωρεί ότι η κυβέρνηση «έχει εμπλέξει τη χώρα μας σε ένα “ντόμινο” συγκρούσεων χωρίς τέλος». Και παιανίζει την εντολή «έξω η Ελλάδα από τον πόλεμο». Εντάξει ο αγώνας για ειρήνη, δημοκρατία και Διεθνές Δίκαιο.
Σήμερα όμως, στην εποχή των γεωπολιτικών ανακατατάξεων, του ρεαλισμού και της επιβολής των όπλων, κόντρα –δυστυχώς– στη διπλωματία, κάποιος πρέπει να μιλήσει και να δράσει για το εθνικό συμφέρον. Απαιτούνται τολμηρές αποφάσεις σ’ αυτήν τη δύσκολη συγκυρία και όχι… να ’χαμε να λέγαμε.
του Φώτη Σιούμπουρα